λιθολόγος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui assemble <i>ou</i> choisit des pierres ; maçon.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[λέγω]]². | |btext=ος, ον :<br />qui assemble <i>ou</i> choisit des pierres ; maçon.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[λέγω]]². | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐθολόγος:''' ὁ [λεγω II] каменщик (λιθολόγοι καὶ τέκτονες Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 13: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐθολόγος:''' ὁ ([[λέγω]] Β), αυτός που οικοδομεί με πέτρες διαλεγμένες, έτσι ώστε η καθεμιά να εφαρμόζει ακριβώς στη [[θέση]] της, με πέτρες όχι κομμένες σε [[σχήμα]] τετραγώνου· [[έπειτα]], γενικά, [[λιθοδόμος]], [[κτίστης]], σε Θουκ., κ.λπ. | |lsmtext='''λῐθολόγος:''' ὁ ([[λέγω]] Β), αυτός που οικοδομεί με πέτρες διαλεγμένες, έτσι ώστε η καθεμιά να εφαρμόζει ακριβώς στη [[θέση]] της, με πέτρες όχι κομμένες σε [[σχήμα]] τετραγώνου· [[έπειτα]], γενικά, [[λιθοδόμος]], [[κτίστης]], σε Θουκ., κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λῐθο-[[λόγος]], ὁ, [λέγω2]<br />one who builds with stones [[picked]] out to fit [[their]] places, not cut [[square]]; then, [[generally]] = [[λιθοδόμος]], a [[mason]], Thuc., etc. | |mdlsjtxt=λῐθο-[[λόγος]], ὁ, [λέγω2]<br />one who builds with stones [[picked]] out to fit [[their]] places, not cut [[square]]; then, [[generally]] = [[λιθοδόμος]], a [[mason]], Thuc., etc. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 3 October 2022
German (Pape)
[Seite 45] Steine lesend, sammelnd, die zum Bau tauglich sind, Maurer, neben τέκτονες Thuc. 6, 44 genannt, wie Xen. Hell. 4, 4, 18. 8, 10; vgl. Plat. Legg. IX, 858 b X, 902 e; Tim. lex. Plat. erkl. οἰκοδόμος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui assemble ou choisit des pierres ; maçon.
Étymologie: λίθος, λέγω².
Russian (Dvoretsky)
λῐθολόγος: ὁ [λεγω II] каменщик (λιθολόγοι καὶ τέκτονες Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐθολόγος: ὁ, (λέγω Β) ὁ συλλέγων λίθους πρὸς οἰκοδομήν, ὁ οἰκοδομῶν διὰ λίθων ἐκλεχθέντων οὕτως, ὥστε ἕκαστος νὰ ἐφαρμόζηται εἰς τὴν θέσιν του, οὐχὶ πεπελεκημένος εἰς σχῆμα τετράγωνον (πρβλ. ἐπὶ πᾶσι λογὰς 2), καὶ οὕτω καθόλου = λιθοδόμος, κτίστης, Πλάτ. Νόμ. 858Β· λιθολόγοι καὶ τέκτονες, κτίσται καὶ ξυλουργοί, Θουκ. 6. 44, πρβλ. 7. 43, Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 18.
Greek Monolingual
ο (Α λιθολόγος)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με τη λιθολογία
αρχ.
1. αυτός που συγκεντρώνει λίθους για οικοδόμηση και τους εφαρμόζει χωρίς να είναι πελεκημένοι σε τετράγωνο σχήμα
2. κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + λόγος (< λέγω), πρβλ. βιολόγος, κεραμολόγος.
Greek Monotonic
λῐθολόγος: ὁ (λέγω Β), αυτός που οικοδομεί με πέτρες διαλεγμένες, έτσι ώστε η καθεμιά να εφαρμόζει ακριβώς στη θέση της, με πέτρες όχι κομμένες σε σχήμα τετραγώνου· έπειτα, γενικά, λιθοδόμος, κτίστης, σε Θουκ., κ.λπ.
Middle Liddell
λῐθο-λόγος, ὁ, [λέγω2]
one who builds with stones picked out to fit their places, not cut square; then, generally = λιθοδόμος, a mason, Thuc., etc.