μηλοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui reçoit des brebis en sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹, [[δέκομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qui reçoit des brebis en sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[μῆλον]]¹, [[δέκομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μηλοδόκος:''' [[принимающий]] (жертвоприношения из) овец ([[Πυθών]] Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηλοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται τα πρόβατα, σε [[θυσία]], λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πίνδ.
|lsmtext='''μηλοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται τα πρόβατα, σε [[θυσία]], λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηλοδόκος:''' [[принимающий]] (жертвоприношения из) овец ([[Πυθών]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μηλο-[[δόκος]], ον [[δέχομαι]]<br />[[sheep]]-receiving, in [[sacrifice]], of [[Apollo]], Pind.
|mdlsjtxt=μηλο-[[δόκος]], ον [[δέχομαι]]<br />[[sheep]]-receiving, in [[sacrifice]], of [[Apollo]], Pind.
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοδόκος Medium diacritics: μηλοδόκος Low diacritics: μηλοδόκος Capitals: ΜΗΛΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: mēlodókos Transliteration B: mēlodokos Transliteration C: milodokos Beta Code: mhlodo/kos

English (LSJ)

ον, sheep-receiving, i.e. in sacrifice, Πυθών Pi.P.3.27.

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe empfangend als Opfer, Pind. P. 3, 27, Πυθών.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit des brebis en sacrifice.
Étymologie: μῆλον¹, δέκομαι.

Russian (Dvoretsky)

μηλοδόκος: принимающий (жертвоприношения из) овец (Πυθών Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μηλοδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος πρόβατα, π.χ. εἰς θυσίαν, ἐπὶ τοῦ ἐν Δελφοῖς Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 3. 48, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 228.

English (Slater)

μηλοδόκος, -ον receiving sheep (for sacrifice) ἐν δ' ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι (P. 3.27)

Greek Monolingual

μηλοδόκος, -ον (Α)
(για τον Απόλλωνα τών Δελφών) αυτός που δέχεται πρόβατα για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντοδόκος, ξενοδόκος.

Greek Monotonic

μηλοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που δέχεται τα πρόβατα, σε θυσία, λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μηλο-δόκος, ον δέχομαι
sheep-receiving, in sacrifice, of Apollo, Pind.