παλινδίνητος: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tournoie sur soi-même;<br /><b>2</b> qui revient sur ses pas.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[δινέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tournoie sur soi-même;<br /><b>2</b> qui revient sur ses pas.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[δινέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλινδίνητος:''' (δῑ) непрерывно возвращающийся, находящийся в постоянном круговращении ([[θάλασσα]], κόσμοιο [[ἀνάγκη]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλινδίνητος:''' [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται [[μπρος]] και [[πίσω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πᾰλινδίνητος:''' [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται [[μπρος]] και [[πίσω]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλινδίνητος:''' (δῑ) непрерывно возвращающийся, находящийся в постоянном круговращении ([[θάλασσα]], κόσμοιο [[ἀνάγκη]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλῑν-δίνητος, ον,<br />whirling [[round]] and [[round]], Anth.
|mdlsjtxt=πᾰλῑν-δίνητος, ον,<br />whirling [[round]] and [[round]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινδίνητος Medium diacritics: παλινδίνητος Low diacritics: παλινδίνητος Capitals: ΠΑΛΙΝΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: palindínētos Transliteration B: palindinētos Transliteration C: palindinitos Beta Code: palindi/nhtos

English (LSJ)

[δῑ], ον, whirling round and round, θάλασσα AP9.73 (Antiphil.); κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην ib.1.19 (Claudian.), cf. 9.505.14.

German (Pape)

[Seite 450] hin und her wirbelnd; θάλασσα, Antiphil. 32 (IX, 73); κόσμοιο ἀνάγκη, Claudian. ep. (I, 19); vgl. das Epigr. auf die Musen (IX, 505), wo es von der Urania heißt ἀστρῴην ἐδίδαξα παλινδίνητον ἀνάγκην, der Himmelsbewegung Gesetz. – Zurückgewendet, Nonn.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui tournoie sur soi-même;
2 qui revient sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, δινέω.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλινδίνητος: (δῑ) непрерывно возвращающийся, находящийся в постоянном круговращении (θάλασσα, κόσμοιο ἀνάγκη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινδίνητος: -ον, ὁ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πάλιν πρὸς τὰ ὀπίσω δινούμενος, θάλασσα Ἀνθ. Π. 9. 73· κόσμοιο παλινδίνητον ἀνάγκην αὐτόθι 1. 19, πρβλ. 9. 505, 14· ― ὁ ὑποστρέφων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 14. 28. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παλινδίνητον· συνεχές ...».

Greek Monolingual

παλινδίνητος, -ον (Α)
1. αυτός που συστρέφεται προς τα εμπρός και προς τα πίσωπαλινδίνητος θάλασσα», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που τρέχει προς τα πίσω
3. (κατά τον Ησύχ.) «παλινδίνητον
συνεχές».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω»].

Greek Monotonic

πᾰλινδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται μπρος και πίσω, σε Ανθ.

Middle Liddell

πᾰλῑν-δίνητος, ον,
whirling round and round, Anth.