παραισθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=s'apercevoir secrètement de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[αἰσθάνομαι]].
|btext=s'apercevoir secrètement de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[αἰσθάνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραισθάνομαι''': μέλλ. -αισθήσομαι· ἀποθ.· - παρατηρῶ ἢ [[ἀκούω]] [[περί]] τινος ἐν παρόδῳ, τινος Ξεν. Κύρ. 4. 2, 30· ἀπολ., οὐχὶ παρῃσθευ; Θεόκρ. 5. 120. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι [[ἐσφαλμένως]], [[ὑπόκειμαι]] εἰς ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις, Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6.
|elnltext=παρ-αισθάνομαι, poët. aor. 2 sing. παρῄσθευ, toevallig opmerken, met gen.:; ὡς... παρῄσθοντο τῶν φευγόντων toen ze de vluchtenden opmerkten Xen. Cyr. 4.2.30; verkeerd waarnemen.
}}
{{elru
|elrutext='''παραισθάνομαι:''' (эол. Theocr. 2 л. sing. aor. 2 [[παρῄσθευ]] - [[varia lectio|v.l.]] παραίσθευ)<br /><b class="num">1)</b> [[мимоходом замечать]], [[подмечать]], [[заприметить]]: ὡς παρῄσθοντο τῶν φευγόντων Xen. когда они заметили беглецов;<br /><b class="num">2)</b> [[неправильно подмечать]], [[ошибаться в наблюдении]]: παρακούειν ἢ παρορᾶν ἢ [[ἄλλο]] τι π. Plat. обман слуха, зрения или вообще чувств.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παραισθάνομαι:''' μέλ. <i>-αισθήσομαι</i>, αόρ. βʹ -[[ᾐσθόμην]]· αποθ.· [[παρατηρώ]] ή [[ακούω]] [[κάτι]] επί τη [[ευκαιρία]], [[παρεμπιπτόντως]], <i>τινος</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>οὐχὶ παρῄσθευ</i> (Δωρ. αντί <i>παρῄσθου</i>), σε Θεόκρ.
|lsmtext='''παραισθάνομαι:''' μέλ. <i>-αισθήσομαι</i>, αόρ. βʹ -[[ᾐσθόμην]]· αποθ.· [[παρατηρώ]] ή [[ακούω]] [[κάτι]] επί τη [[ευκαιρία]], [[παρεμπιπτόντως]], <i>τινος</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>οὐχὶ παρῄσθευ</i> (Δωρ. αντί <i>παρῄσθου</i>), σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραισθάνομαι:''' (эол. Theocr. 2 л. sing. aor. 2 [[παρῄσθευ]] - [[varia lectio|v.l.]] παραίσθευ)<br /><b class="num">1)</b> [[мимоходом замечать]], [[подмечать]], [[заприметить]]: ὡς παρῄσθοντο τῶν φευγόντων Xen. когда они заметили беглецов;<br /><b class="num">2)</b> [[неправильно подмечать]], [[ошибаться в наблюдении]]: παρακούειν ἢ παρορᾶν ἢ [[ἄλλο]] τι π. Plat. обман слуха, зрения или вообще чувств.
|lstext='''παραισθάνομαι''': μέλλ. -αισθήσομαι· ἀποθ.· - παρατηρῶ ἢ [[ἀκούω]] [[περί]] τινος ἐν παρόδῳ, τινος Ξεν. Κύρ. 4. 2, 30· ἀπολ., οὐχὶ παρῃσθευ; Θεόκρ. 5. 120. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι [[ἐσφαλμένως]], [[ὑπόκειμαι]] εἰς ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις, Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-αισθάνομαι, poët. aor. 2 sing. παρῄσθευ, toevallig opmerken, met gen.:; ὡς... παρῄσθοντο τῶν φευγόντων toen ze de vluchtenden opmerkten Xen. Cyr. 4.2.30; verkeerd waarnemen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -αισθήσομαι aor2 -ῃσθόμην<br />Dep.:— to [[remark]] or [[hear]] of by the way, τινος Xen.; absol., οὐχὶ παρῄσθευ (doric for παρῄσθοὐ, Theocr.
|mdlsjtxt=fut. -αισθήσομαι aor2 -ῃσθόμην<br />Dep.:— to [[remark]] or [[hear]] of by the way, τινος Xen.; absol., οὐχὶ παρῄσθευ (doric for παρῄσθοὐ, Theocr.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραισθάνομαι Medium diacritics: παραισθάνομαι Low diacritics: παραισθάνομαι Capitals: ΠΑΡΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: paraisthánomai Transliteration B: paraisthanomai Transliteration C: paraisthanomai Beta Code: paraisqa/nomai

English (LSJ)

A remark or hear of by the way, τινος X.Cyr.4.2.30: abs., οὐχὶ παρῄσθευ; Theoc.5.120. II misperceive, be subject to illusory perceptions, Pl.Tht.157e, Aret.SD1.6, Iamb.Protr.2.

German (Pape)

[Seite 480] (s. αἰσθάνομαι), nebenbei oder unter der Hand, auch falsch bemerken; neben παροράω u. παρακούω, Plat. Theaet. 157 e; ὡς παρῄσθοντο τῶν φευγόντων, πυθόμενοι τὸ γιγνόμενον, Xen. Cyr. 4, 2, 30; Sp.; absol., οὐχὶ παρῄσθευ; Theocr. 5, 120.

French (Bailly abrégé)

s'apercevoir secrètement de, gén..
Étymologie: παρά, αἰσθάνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αισθάνομαι, poët. aor. 2 sing. παρῄσθευ, toevallig opmerken, met gen.:; ὡς... παρῄσθοντο τῶν φευγόντων toen ze de vluchtenden opmerkten Xen. Cyr. 4.2.30; verkeerd waarnemen.

Russian (Dvoretsky)

παραισθάνομαι: (эол. Theocr. 2 л. sing. aor. 2 παρῄσθευ - v.l. παραίσθευ)
1) мимоходом замечать, подмечать, заприметить: ὡς παρῄσθοντο τῶν φευγόντων Xen. когда они заметили беглецов;
2) неправильно подмечать, ошибаться в наблюдении: παρακούειν ἢ παρορᾶν ἢ ἄλλο τι π. Plat. обман слуха, зрения или вообще чувств.

Greek Monolingual

Α
1. παρατηρώ ή ακούω κάτι «εν παρόδω», επιπόλαια, τυχαία
2. υπόκειμαι σε εσφαλμένες αντιλήψεις, εννοώ ή αντιλαμβάνομαι κάτι εσφαλμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + αισθάνομαι].

Greek Monotonic

παραισθάνομαι: μέλ. -αισθήσομαι, αόρ. βʹ -ᾐσθόμην· αποθ.· παρατηρώ ή ακούω κάτι επί τη ευκαιρία, παρεμπιπτόντως, τινος, σε Ξεν.· απόλ., οὐχὶ παρῄσθευ (Δωρ. αντί παρῄσθου), σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

παραισθάνομαι: μέλλ. -αισθήσομαι· ἀποθ.· - παρατηρῶ ἢ ἀκούω περί τινος ἐν παρόδῳ, τινος Ξεν. Κύρ. 4. 2, 30· ἀπολ., οὐχὶ παρῃσθευ; Θεόκρ. 5. 120. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι ἐσφαλμένως, ὑπόκειμαι εἰς ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις, Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6.

Middle Liddell

fut. -αισθήσομαι aor2 -ῃσθόμην
Dep.:— to remark or hear of by the way, τινος Xen.; absol., οὐχὶ παρῄσθευ (doric for παρῄσθοὐ, Theocr.