παρεξίημι: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=laisser passer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐξίημι]].
|btext=laisser passer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐξίημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρεξίημι''': ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ τι, [[ἐξάγω]], Δίων Κ. 40. 2., 50. 31˙ ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τέσσερας ἡμέρας Ἡρόδ. 7. 210˙ ― περὶ τοῦ [[παρεξέμεν]], ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 748, ἴδε ἐν λ. [[παρέξειμι]].
|elnltext=παρ-εξίημι voorbij laten gaan.
}}
{{elru
|elrutext='''παρεξίημι:''' [[пропускать]], [[выжидать]] (τέσσερας ἡμέρας Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρεξίημι:''' [[αφήνω]] να περάσει· λέγεται για το χρόνο, [[αφήνω]] να φύγει από δίπλα, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''παρεξίημι:''' [[αφήνω]] να περάσει· λέγεται για το χρόνο, [[αφήνω]] να φύγει από δίπλα, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρεξίημι:''' [[пропускать]], [[выжидать]] (τέσσερας ἡμέρας Her.).
|lstext='''παρεξίημι''': ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ τι, [[ἐξάγω]], Δίων Κ. 40. 2., 50. 31˙ ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τέσσερας ἡμέρας Ἡρόδ. 7. 210˙ ― περὶ τοῦ [[παρεξέμεν]], ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 748, ἴδε ἐν λ. [[παρέξειμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-εξίημι voorbij laten gaan.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to let out [[beside]]: of [[time]], to let [[pass]], Hdt.
|mdlsjtxt=<br />to let out [[beside]]: of [[time]], to let [[pass]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεξίημι Medium diacritics: παρεξίημι Low diacritics: παρεξίημι Capitals: ΠΑΡΕΞΙΗΜΙ
Transliteration A: parexíēmi Transliteration B: parexiēmi Transliteration C: pareksiimi Beta Code: pareci/hmi

English (LSJ)

A allow to pass through, ἅρματα D.C.40.2, cf. 50.31; of time, let pass, τέσσερας ἡμέρας Hdt.7.210 (v.l.). II aor. inf. παρεξέμεν, divulge, dub. in h.Cer.478; cf. παρέξειμι ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 517] (s. ἵημι), daneben vorbei- od. herauslassen; παρεξῆκε ἡμέρας τέσσερας, er ließ vorübergehen, Her. 7, 210; ἐκεῖνα παρεξιέντες τὰ ἅρματα, D. Cass. 40, 2, öfter.

French (Bailly abrégé)

laisser passer.
Étymologie: παρά, ἐξίημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εξίημι voorbij laten gaan.

Russian (Dvoretsky)

παρεξίημι: пропускать, выжидать (τέσσερας ἡμέρας Her.).

Greek Monolingual

Α
1. εξάγω, αφήνω κάτι να βγει έξω
2. (για χρόνο) αφήνω να περάσει («τέσσαρας... παρεξῆκε ἡμέρας», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐξίημι «βγάζω, αφήνω κάτι να βγει»].

Greek Monotonic

παρεξίημι: αφήνω να περάσει· λέγεται για το χρόνο, αφήνω να φύγει από δίπλα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

παρεξίημι: ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ τι, ἐξάγω, Δίων Κ. 40. 2., 50. 31˙ ἐπὶ χρόνου, ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τέσσερας ἡμέρας Ἡρόδ. 7. 210˙ ― περὶ τοῦ παρεξέμεν, ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 748, ἴδε ἐν λ. παρέξειμι.

Middle Liddell


to let out beside: of time, to let pass, Hdt.