παροίκησις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />voisinage.<br />'''Étymologie:''' [[παροικέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />voisinage.<br />'''Étymologie:''' [[παροικέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παροίκησις''': , τὸ κατοικεῖν πλησίον, [[γειτονία]], Θουκ. 4. 92. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΗ΄, 4, κ. ἀλλ.).
|elnltext=παροίκησις -εως, ἡ [παροικέω] nabuurschap.
}}
{{elru
|elrutext='''παροίκησις:''' εως ἡ [[соседство]] Thuc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παροίκησις:''' ἡ, [[γειτνίαση]], [[γειτονιά]], σε Θουκ.
|lsmtext='''παροίκησις:''' ἡ, [[γειτνίαση]], [[γειτονιά]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παροίκησις:''' εως ἡ [[соседство]] Thuc.
|lstext='''παροίκησις''': , τὸ κατοικεῖν πλησίον, [[γειτονία]], Θουκ. 4. 92. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΗ΄, 4, κ. ἀλλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=παροίκησις -εως, ἡ [παροικέω] nabuurschap.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παροίκησις]], εως, [from [[παροικέω]]<br />a [[neighbourhood]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[παροίκησις]], εως, [from [[παροικέω]]<br />a [[neighbourhood]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροίκησις Medium diacritics: παροίκησις Low diacritics: παροίκησις Capitals: ΠΑΡΟΙΚΗΣΙΣ
Transliteration A: paroíkēsis Transliteration B: paroikēsis Transliteration C: paroikisis Beta Code: paroi/khsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A dwelling beside or near, neighbourhood, Th.4.92. II = παροικία (sojourning), LXX Ge.28.4,al. 2 transmigration of souls, Plot.2.9.6.

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, die Nachbarschaft; Thuc. 4, 92; LXX.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: παροικέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροίκησις -εως, ἡ [παροικέω] nabuurschap.

Russian (Dvoretsky)

παροίκησις: εως ἡ соседство Thuc.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ παροικώ
η παροικία
αρχ.
1. διαμονή, η κατοίκηση παραπλεύρως ή κοντά σε κάτι, η γειτνίαση
2. η μετοίκηση, η αποδημία τών ψυχών.

Greek Monotonic

παροίκησις: ἡ, γειτνίαση, γειτονιά, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παροίκησις: ἡ, τὸ κατοικεῖν πλησίον, γειτονία, Θουκ. 4. 92. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΗ΄, 4, κ. ἀλλ.).

Middle Liddell

παροίκησις, εως, [from παροικέω
a neighbourhood, Thuc.