παρανίσχω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>impf.</i> παρανῖσχον;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> élever à côté de, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'élever à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀνίσχω]].
|btext=<i>impf.</i> παρανῖσχον;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> élever à côté de, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'élever à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀνίσχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρανίσχω''': μεταβ., [[ἐγείρω]], ὑψώνω ἀνταποκρινόμενος, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς Θουκ. 3. 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ἵσταμαι πλησίον, ἀνορθοῦμαι πλησίον, Πλουτ. Αἰμίλ. 32.
|elnltext=παρ-ανίσχω met acc. in reactie omhooghouden:. παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς in reactie hielden zij fakkels omhoog vanaf de muur Thuc. 3.22.8. intrans. een beetje omhoogsteken, een beetje uitsteken:. ξίφη... παρανίσχοντα een beetje uitstekende zwaarden Plut. Aem. 32.6.
}}
{{elru
|elrutext='''παρανίσχω:''' (impf. παρανῖσχον)<br /><b class="num">1)</b> [[поднимать]], [[выставлять]] (со своей стороны или в ответ) (φρυκτοὺς πολλούς Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[выдаваться наружу]], [[высовываться]], [[торчать сбоку]] ([[ξίφη]] γυμνὰ παρανίσχοντα Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρανίσχω:'''<b class="num">I.</b> μτβ., [[εγείρω]], [[υψώνω]] ως [[απάντηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., σηκώνομαι [[πλησίον]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''παρανίσχω:'''<b class="num">I.</b> μτβ., [[εγείρω]], [[υψώνω]] ως [[απάντηση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., σηκώνομαι [[πλησίον]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρανίσχω:''' (impf. παρανῖσχον)<br /><b class="num">1)</b> [[поднимать]], [[выставлять]] (со своей стороны или в ответ) (φρυκτοὺς πολλούς Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[выдаваться наружу]], [[высовываться]], [[торчать сбоку]] ([[ξίφη]] γυμνὰ παρανίσχοντα Plut.).
|lstext='''παρανίσχω''': μεταβ., [[ἐγείρω]], ὑψώνω ἀνταποκρινόμενος, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς Θουκ. 3. 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ἵσταμαι πλησίον, ἀνορθοῦμαι πλησίον, Πλουτ. Αἰμίλ. 32.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-ανίσχω met acc. in reactie omhooghouden:. παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς in reactie hielden zij fakkels omhoog vanaf de muur Thuc. 3.22.8. intrans. een beetje omhoogsteken, een beetje uitsteken:. ξίφη... παρανίσχοντα een beetje uitstekende zwaarden Plut. Aem. 32.6.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[transitive|trans.]] to [[raise]] in [[answer]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[stand]] [[forth]] [[beside]], Plut.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[transitive|trans.]] to [[raise]] in [[answer]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[stand]] [[forth]] [[beside]], Plut.
}}
}}

Revision as of 21:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανίσχω Medium diacritics: παρανίσχω Low diacritics: παρανίσχω Capitals: ΠΑΡΑΝΙΣΧΩ
Transliteration A: paraníschō Transliteration B: paranischō Transliteration C: paranischo Beta Code: parani/sxw

English (LSJ)

trans., A raise in answer, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς Th.3.22. II intr., stand forth beside, Plu.Aem.32.

German (Pape)

[Seite 491] (s. ἴσχω), = παρανέχω, dabei erheben, παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς πολλούς, Thuc. 3, 22; – intr., dabei hervorragen, Plut. Aem. Paull. 32.

French (Bailly abrégé)

impf. παρανῖσχον;
1 tr. élever à côté de, acc.;
2 intr. s'élever à côté de.
Étymologie: παρά, ἀνίσχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-ανίσχω met acc. in reactie omhooghouden:. παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς in reactie hielden zij fakkels omhoog vanaf de muur Thuc. 3.22.8. intrans. een beetje omhoogsteken, een beetje uitsteken:. ξίφη... παρανίσχοντα een beetje uitstekende zwaarden Plut. Aem. 32.6.

Russian (Dvoretsky)

παρανίσχω: (impf. παρανῖσχον)
1) поднимать, выставлять (со своей стороны или в ответ) (φρυκτοὺς πολλούς Thuc.);
2) выдаваться наружу, высовываться, торчать сбоку (ξίφη γυμνὰ παρανίσχοντα Plut.).

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
ανατέλλω, αναφαίνομαιἦρος παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
1. σηκώνω, εγείρω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, υψώνω κάτι ως απάντηση
2. (αμτβ.) α) στέκομαι κοντά σε κάποιον
β) μτφ. εξέχω, υπερέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀνίσχω «ανατέλλω»].

Greek Monotonic

παρανίσχω:I. μτβ., εγείρω, υψώνω ως απάντηση, σε Θουκ.
II. αμτβ., σηκώνομαι πλησίον, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

παρανίσχω: μεταβ., ἐγείρω, ὑψώνω ἀνταποκρινόμενος, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς Θουκ. 3. 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ἵσταμαι πλησίον, ἀνορθοῦμαι πλησίον, Πλουτ. Αἰμίλ. 32.

Middle Liddell


I. trans. to raise in answer, Thuc.
II. intr. to stand forth beside, Plut.