Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιληπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de comprendre, d'embrasser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περιλαμβάνω]].
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de comprendre, d'embrasser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περιλαμβάνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιληπτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[могущий быть обхваченным или за который можно ухватиться]] ([[δέρμα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[содержащий в себе]], [[объемлющий]] (ἡ τοῦ δωδεκαέδρου [[φύσις]] περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> грам. [[собирательный]] ([[ὄνομα]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[περιληπτικός]], -ή, -ον, ΝΑ [[περιλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει [[μέσα]] του [[πολλά]] σε [[σχέση]] με την [[μορφή]] του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιληπτικό όνομα»<br /><b>γραμμ.</b> το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει [[πλήθος]] τών όμοιων σε συγκροτημένη [[ενότητα]] και ως ενιαίο [[σύνολο]] προσώπων ή πραγμάτων, όπως λ.χ. οι λέξεις [[κόσμος]], [[λαός]], [[στρατός]], [[οικογένεια]] κ.ά., και για τον λόγο αυτό συντάσσεται ορισμένες φορές με πληθυντικό αριθμό, [[κατά]] [[παράβαση]] τών σχετικών συντακτικών κανόνων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για γραπτό ή προφορικό λόγο) αυτός που σε λίγες λέξεις περιέχει [[πολλά]] νοήματα<br /><b>2.</b> αυτός που γράφεται ή εκφέρεται σε [[περίληψη]], [[βραχυλογικός]] («περιληπτική εξιστόρηση τών γεγονότων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευνόητος]], [[καταληπτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιλαμβάνει, που περιέχει [[κάτι]], [[περιεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιληπτικώς</i> / <i>περιληπτικῶς</i>, ΝΑ, και <i>περιληπτικά</i> Ν<br />με [[λίγα]] [[λόγια]], [[κατά]] [[περίληψη]], σε [[περίληψη]].
|mltxt=-ή, -ό / [[περιληπτικός]], -ή, -ον, ΝΑ [[περιλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει [[μέσα]] του [[πολλά]] σε [[σχέση]] με την [[μορφή]] του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιληπτικό όνομα»<br /><b>γραμμ.</b> το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει [[πλήθος]] τών όμοιων σε συγκροτημένη [[ενότητα]] και ως ενιαίο [[σύνολο]] προσώπων ή πραγμάτων, όπως λ.χ. οι λέξεις [[κόσμος]], [[λαός]], [[στρατός]], [[οικογένεια]] κ.ά., και για τον λόγο αυτό συντάσσεται ορισμένες φορές με πληθυντικό αριθμό, [[κατά]] [[παράβαση]] τών σχετικών συντακτικών κανόνων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για γραπτό ή προφορικό λόγο) αυτός που σε λίγες λέξεις περιέχει [[πολλά]] νοήματα<br /><b>2.</b> αυτός που γράφεται ή εκφέρεται σε [[περίληψη]], [[βραχυλογικός]] («περιληπτική εξιστόρηση τών γεγονότων»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευνόητος]], [[καταληπτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που περιλαμβάνει, που περιέχει [[κάτι]], [[περιεκτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιληπτικώς</i> / <i>περιληπτικῶς</i>, ΝΑ, και <i>περιληπτικά</i> Ν<br />με [[λίγα]] [[λόγια]], [[κατά]] [[περίληψη]], σε [[περίληψη]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιληπτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[могущий быть обхваченным или за который можно ухватиться]] ([[δέρμα]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[содержащий в себе]], [[объемлющий]] (ἡ τοῦ δωδεκαέδρου [[φύσις]] περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> грам. [[собирательный]] ([[ὄνομα]]).
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιληπτικός Medium diacritics: περιληπτικός Low diacritics: περιληπτικός Capitals: ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perilēptikós Transliteration B: perilēptikos Transliteration C: periliptikos Beta Code: perilhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A that may be taken hold of, of loose skin, Arist.GA 719b6. II comprehending, i.e. understanding, π. τρόπος Epicur. Nat.28.2. Adv. -κῶς with comprehension, ib.7, prob. in Id.Ep.1p.6U. 2 comprehending, including (as the greater the less), τινος Plu. 2.428d, cf. 1003d, etc.; πάντων A.D.Synt.40.13 (v.l.), cf. 285.4; τὸ καθολικὸν π. τῶν ἐπὶ μέρους S.E.M.11.9, cf. 7.143: Comp. -ώτερος Procl.Inst.143: Sup.-ώτατος Id.in Prm.p.858S.; collective, ὄνομα D.T. 637.13, Hdn.Fig.p.87S., EM264.45; σχῆμα, in Rhet., Ulp.ad D.23.63.

German (Pape)

[Seite 582] ή, όν, zum Umfassen, Zusammennehmen geschickt, geneigt; Arist. gen. an. 1, 12; Plut. Bei den Gramm. = collectivus, ὀνόματα.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a la propriété de comprendre, d'embrasser, gén..
Étymologie: περιλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

περιληπτικός:
1) могущий быть обхваченным или за который можно ухватиться (δέρμα Arst.);
2) содержащий в себе, объемлющий (ἡ τοῦ δωδεκαέδρου φύσις περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων Plut.);
3) грам. собирательный (ὄνομα).

Greek (Liddell-Scott)

περιληπτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ περιλάβῃ τι. ὅσοις δ’ ἡ τοῦ δέρματος φύσις ἐναντιοῦται διὰ σκληρότητα πρὸς τὸ μὴ περιληπτικὴν εἶναι μηδὲ μαλθακὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 12, 3, ΙΙ. ὁ περιλαμβάνων, περιέχων, ἡ δὲ τοῦ δωδεκαέδρου φύσις περιληπτικὴ τῶν ἄλλων σχημάτων οὖσα Πλούτ. 2. 428D, πρβλ. 1003D, κτλ.· ὁ πολλὰ περιλαμβάνων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 143· περιληπτικὸν ὄνομα Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.· πρβλ. περίληψις. - Ἐπίρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 802, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / περιληπτικός, -ή, -ον, ΝΑ περιλαμβάνω
1. αυτός που περιλαμβάνει ή που μπορεί να περιλάβει μέσα του πολλά σε σχέση με την μορφή του
2. φρ. «περιληπτικό όνομα»
γραμμ. το κοινό όνομα που, ενώ εκφέρεται με ενικό αριθμό, δηλώνει πλήθος τών όμοιων σε συγκροτημένη ενότητα και ως ενιαίο σύνολο προσώπων ή πραγμάτων, όπως λ.χ. οι λέξεις κόσμος, λαός, στρατός, οικογένεια κ.ά., και για τον λόγο αυτό συντάσσεται ορισμένες φορές με πληθυντικό αριθμό, κατά παράβαση τών σχετικών συντακτικών κανόνων
νεοελλ.
1. (για γραπτό ή προφορικό λόγο) αυτός που σε λίγες λέξεις περιέχει πολλά νοήματα
2. αυτός που γράφεται ή εκφέρεται σε περίληψη, βραχυλογικός («περιληπτική εξιστόρηση τών γεγονότων»)
αρχ.
1. ευνόητος, καταληπτός
2. αυτός που περιλαμβάνει, που περιέχει κάτι, περιεκτικός.
επίρρ...
περιληπτικώς / περιληπτικῶς, ΝΑ, και περιληπτικά Ν
με λίγα λόγια, κατά περίληψη, σε περίληψη.