περίαλλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui surpasse les autres ; <i>adv.</i> • περίαλλα SOPH par-dessus tout, supérieurement, extrêmement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἄλλος]].
|btext=ος, ον :<br />qui surpasse les autres ; <i>adv.</i> • περίαλλα SOPH par-dessus tout, supérieurement, extrêmement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἄλλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περίαλλος''': -ον, ὁ πρὸ παντὸς ἄλλου· ἐν τῷ ἐπίρρ. [[περίαλλα]], πάντες δ’ ἄρα θυμὸν ἔτερφεν ἀθάνατοι, [[περίαλλα]] δ’ ὁ [[Βάκχος]] [[Διόνυσος]], πρὸ πάντων δὲ ὁ [[Βάκχος]] Διόν., Ὁμ. Ὕμν. 19. 46, Πινδ. Π. 11, 8, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1070· [[δύρομαι]]... π., [[ὑπερβαλλόντως]], Σοφ. Ο. Τ. 119 (Λυρ.). ΙΙ. [[ἀμοιβαῖος]], γλωττισμοὶ Ἀνθ. Π. 5. 132.
|elnltext=περίαλλος -ον [περί, ἄλλος] meestal n. plur. adv. περίαλλα bovenal, in het bijzonder.
}}
{{elru
|elrutext='''περίαλλος:''' восхитительный, по по друг. взаимный (γλωττισμοί Anth.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''περίαλλος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από όλους τους άλλους· ως επίρρ. [[περίαλλα]], [[πριν]] απ' όλα, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.· υπερβολικά, σε Σοφ.
|lsmtext='''περίαλλος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από όλους τους άλλους· ως επίρρ. [[περίαλλα]], [[πριν]] απ' όλα, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.· υπερβολικά, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περίαλλος:''' восхитительный, по по друг. взаимный (γλωττισμοί Anth.).
|lstext='''περίαλλος''': -ον, ὁ πρὸ παντὸς ἄλλου· ἐν τῷ ἐπίρρ. [[περίαλλα]], πάντες δ’ ἄρα θυμὸν ἔτερφεν ἀθάνατοι, [[περίαλλα]] δ’ ὁ [[Βάκχος]] [[Διόνυσος]], πρὸ πάντων δὲ ὁ [[Βάκχος]] Διόν., Ὁμ. Ὕμν. 19. 46, Πινδ. Π. 11, 8, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1070· [[δύρομαι]]... π., [[ὑπερβαλλόντως]], Σοφ. Ο. Τ. 119 (Λυρ.). ΙΙ. [[ἀμοιβαῖος]], γλωττισμοὶ Ἀνθ. Π. 5. 132.
}}
{{elnl
|elnltext=περίαλλος -ον [περί, ἄλλος] meestal n. plur. adv. περίαλλα bovenal, in het bijzonder.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περίαλλος]], ον,<br />[[before]] all others; in adv. [[περίαλλα]], [[before]] all, Hhymn., Pind.: [[exceedingly]], Soph.
|mdlsjtxt=[[περίαλλος]], ον,<br />[[before]] all others; in adv. [[περίαλλα]], [[before]] all, Hhymn., Pind.: [[exceedingly]], Soph.
}}
}}

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίαλλος Medium diacritics: περίαλλος Low diacritics: περίαλλος Capitals: ΠΕΡΙΑΛΛΟΣ
Transliteration A: períallos Transliteration B: periallos Transliteration C: periallos Beta Code: peri/allos

English (LSJ)

ον, A before all others: Adv. περίαλλα before all, h.Pan. 46, Pi.P.11.5, Ar.Th.1070 (=E.Fr.115, lyr.), A.R.2.217, 3.529, dub. in S.OT1219 (lyr.). II as adjective, superlative, γλωττισμοί AP5.131 (Phld.).
περίαλλος, ὁ, = ἰσχίον, Hdn.Gr.1.158, Hsch., prob. in Alciphr. 1.39.

German (Pape)

[Seite 568] über andere hinaus, mehr als andere, ausgezeichnet, γλωττισμοί, Philodem. 21 (V, 132. u. öfter in der Anth. – Gew. im neutr. περίαλλα) adverbial, vorzüglich, besonders; H. h. 18, 46; Pind, περίαλλ' ἐτίμασε, P. 11, 5; u. so auch Soph. O. R. 1218; Ar. Thesm. 1070, wie Opp. H. 1, 143.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui surpasse les autres ; adv. • περίαλλα SOPH par-dessus tout, supérieurement, extrêmement.
Étymologie: περί, ἄλλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίαλλος -ον [περί, ἄλλος] meestal n. plur. adv. περίαλλα bovenal, in het bijzonder.

Russian (Dvoretsky)

περίαλλος: восхитительный, по по друг. взаимный (γλωττισμοί Anth.).

English (Slater)

περῐαλλος n. pl. pro adv., particularly θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας (P. 11.5) c. gen., καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρσιτρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν (Pae. 9.48)

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἰσχίον».
(II)
-ον, Α
1. αυτός που είναι υπέρτερος από άλλον
2. υπέροχος, έξοχος, θαυμάσιος
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) περίαλλα
προπάντων, κατ' εξοχήν, κυρίως («ὃν περίαλλ' ἐτίμησε Λοξίας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἄλλος (πρβλ. έξ-αλλος, υπέρ-αλλος)].

Greek Monotonic

περίαλλος: -ον, αυτός που βρίσκεται μπροστά από όλους τους άλλους· ως επίρρ. περίαλλα, πριν απ' όλα, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.· υπερβολικά, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περίαλλος: -ον, ὁ πρὸ παντὸς ἄλλου· ἐν τῷ ἐπίρρ. περίαλλα, πάντες δ’ ἄρα θυμὸν ἔτερφεν ἀθάνατοι, περίαλλα δ’ ὁ Βάκχος Διόνυσος, πρὸ πάντων δὲ ὁ Βάκχος Διόν., Ὁμ. Ὕμν. 19. 46, Πινδ. Π. 11, 8, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1070· δύρομαι... π., ὑπερβαλλόντως, Σοφ. Ο. Τ. 119 (Λυρ.). ΙΙ. ἀμοιβαῖος, γλωττισμοὶ Ἀνθ. Π. 5. 132.

Middle Liddell

περίαλλος, ον,
before all others; in adv. περίαλλα, before all, Hhymn., Pind.: exceedingly, Soph.