πολυτροπία: Difference between revisions

From LSJ

κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />souplesse, habileté.<br />'''Étymologie:''' [[πολύτροπος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />souplesse, habileté.<br />'''Étymologie:''' [[πολύτροπος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολυτροπία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[εὐστροφία]], [[πανουργία]], [[δολιότης]], Ἡρόδ. 2. 121, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 24. ΙΙ. πολλαπλότης, [[ποικιλία]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 2. π. Ἀμμών. 3.
|elnltext=πολυτροπία -ας, ἡ, Ion. πολυτροπίη [πολύτροπος] gewiekstheid. Hdt. 2.121ε.3. gevarieerdheid:. τὰς πολυτροπίας τάς... ἐν ἑκάστῃ τῶν νούσων de verschillende fasen in elke ziekte Hp. Acut. 3.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυτροπία:''' ион. πολυτροπίη ἡ изворотливость, ловкость, хитрость Her.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολυτροπία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[ευστροφία]], [[πανουργία]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''πολυτροπία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[ευστροφία]], [[πανουργία]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυτροπία:''' ион. πολυτροπίη изворотливость, ловкость, хитрость Her.
|lstext='''πολυτροπία''': Ἰων. -ίη, ἡ, [[εὐστροφία]], [[πανουργία]], [[δολιότης]], Ἡρόδ. 2. 121, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 24. ΙΙ. πολλαπλότης, [[ποικιλία]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 2. π. Ἀμμών. 3.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυτροπία -ας, , Ion. πολυτροπίη [πολύτροπος] gewiekstheid. Hdt. 2.121ε.3. gevarieerdheid:. τὰς πολυτροπίας τάς... ἐν ἑκάστῃ τῶν νούσων de verschillende fasen in elke ziekte Hp. Acut. 3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολυτροπία]], ἡ,<br />[[versatility]], [[craft]], Hdt. [from [[πολύτροπος]]
|mdlsjtxt=[[πολυτροπία]], ἡ,<br />[[versatility]], [[craft]], Hdt. [from [[πολύτροπος]]
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτροπία Medium diacritics: πολυτροπία Low diacritics: πολυτροπία Capitals: ΠΟΛΥΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: polytropía Transliteration B: polytropia Transliteration C: polytropia Beta Code: polutropi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A versatility, craft, Hdt.2.121. έ. II multifariousness, variety, Hp.Acut.3 (pl.), D.H.Amm.2.3, Corn.ND25, M.Ant.12.24.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, Gewandtheit, Verschlagenheit; Her. 2, 121, 5; Thuc. 3, 83; Sp., M. Ant. 12, 24.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
souplesse, habileté.
Étymologie: πολύτροπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυτροπία -ας, ἡ, Ion. πολυτροπίη [πολύτροπος] gewiekstheid. Hdt. 2.121ε.3. gevarieerdheid:. τὰς πολυτροπίας τάς... ἐν ἑκάστῃ τῶν νούσων de verschillende fasen in elke ziekte Hp. Acut. 3.

Russian (Dvoretsky)

πολυτροπία: ион. πολυτροπίη ἡ изворотливость, ловкость, хитрость Her.

Greek Monolingual

και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α πολύτροπος
1. η ιδιότητα του πολύτροπου, πανουργία, δολιότητα
2. πολλαπλότητα, ποικιλία («ἡ ἐν τοῖς σχηματισμοῖς καινότης τε καὶ πολυτροπία», Διον. Αλ.).

Greek Monotonic

πολυτροπία: Ιων. -ίη, ἡ, ευστροφία, πανουργία, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυτροπία: Ἰων. -ίη, ἡ, εὐστροφία, πανουργία, δολιότης, Ἡρόδ. 2. 121, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 24. ΙΙ. πολλαπλότης, ποικιλία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 2. π. Ἀμμών. 3.

Middle Liddell

πολυτροπία, ἡ,
versatility, craft, Hdt. [from πολύτροπος