πρέσβος: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />objet de respect ; [[πρέσβος]] Ἀργείων ESCHL l'auguste assemblée des Argiens.<br />'''Étymologie:''' [[πρέσβυς]].
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />objet de respect ; [[πρέσβος]] Ἀργείων ESCHL l'auguste assemblée des Argiens.<br />'''Étymologie:''' [[πρέσβυς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρέσβος''': τό, ποιητ. λέξ., τὸ ἐν τιμῇ ὄν, [[βασίλεια]] γύναι, [[πρέσβος]] Πέρσαις Αἰσχύλ. Πέρσ. 623· πρ. Ἀργείων, σεβασμία [[συνέλευσις]] τῶν Ἀργείων..., ὁ αὐτ. Ἀγ. 855. 1393.
|elnltext=πρέσβος -ους, zonder contr. -εος, τό [πρέσβυς] object van respect:; βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις koninklijke vrouwe, door de Perzen hogelijk geëerd Aeschl. Pers. 623; uitbr.: ἄνδρες πολῖται, πρέσβος Ἀργείων heren burgers, verheven raad der Grieken Aeschl. Ag. 855.
}}
{{elru
|elrutext='''πρέσβος:''' εος τό предмет глубокого уважения: π. Πέρσαις Aesch. (царица Атосса), окруженная почитанием персов; π. Ἀργείων Aesch. высокочтимое собрание аргосских старейшин.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πρέσβος:''' τό (πρεσβύς), [[αντικείμενο]] [[τιμής]], σε Αισχύλ.· [[πρέσβος]] Ἀργείων, η σεβάσμια [[συνέλευση]] των Αργείων, στον ίδ.
|lsmtext='''πρέσβος:''' τό (πρεσβύς), [[αντικείμενο]] [[τιμής]], σε Αισχύλ.· [[πρέσβος]] Ἀργείων, η σεβάσμια [[συνέλευση]] των Αργείων, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρέσβος:''' εος τό предмет глубокого уважения: π. Πέρσαις Aesch. (царица Атосса), окруженная почитанием персов; π. Ἀργείων Aesch. высокочтимое собрание аргосских старейшин.
|lstext='''πρέσβος''': τό, ποιητ. λέξ., τὸ ἐν τιμῇ ὄν, [[βασίλεια]] γύναι, [[πρέσβος]] Πέρσαις Αἰσχύλ. Πέρσ. 623· πρ. Ἀργείων, σεβασμία [[συνέλευσις]] τῶν Ἀργείων..., ὁ αὐτ. Ἀγ. 855. 1393.
}}
{{elnl
|elnltext=πρέσβος -ους, zonder contr. -εος, τό [πρέσβυς] object van respect:; βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις koninklijke vrouwe, door de Perzen hogelijk geëerd Aeschl. Pers. 623; uitbr.: ἄνδρες πολῖται, πρέσβος Ἀργείων heren burgers, verheven raad der Grieken Aeschl. Ag. 855.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πρέσβος]], εος, τό, [πρεσβύς]<br />an [[object]] of [[reverence]], Aesch.; πρ. Ἀργείων [[august]] [[assembly]] of Argives, Aesch.
|mdlsjtxt=[[πρέσβος]], εος, τό, [πρεσβύς]<br />an [[object]] of [[reverence]], Aesch.; πρ. Ἀργείων [[august]] [[assembly]] of Argives, Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβος Medium diacritics: πρέσβος Low diacritics: πρέσβος Capitals: ΠΡΕΣΒΟΣ
Transliteration A: présbos Transliteration B: presbos Transliteration C: presvos Beta Code: pre/sbos

English (LSJ)

εος, τό, poet. word, object of reverence, Πέρσαις to them, A. Pers.623 (anap.); π. Ἀργείων august assembly of... Id.Ag.855,1393.

German (Pape)

[Seite 698] τό, poet. = πρέσβευμα, Gegenstand der Verehrung; βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις, Aesch. Pers. 615; auch πρέσβος Ἀργείων τόδε, die Ehrenversammlung, Ag. 829.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
objet de respect ; πρέσβος Ἀργείων ESCHL l'auguste assemblée des Argiens.
Étymologie: πρέσβυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρέσβος -ους, zonder contr. -εος, τό [πρέσβυς] object van respect:; βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις koninklijke vrouwe, door de Perzen hogelijk geëerd Aeschl. Pers. 623; uitbr.: ἄνδρες πολῖται, πρέσβος Ἀργείων heren burgers, verheven raad der Grieken Aeschl. Ag. 855.

Russian (Dvoretsky)

πρέσβος: εος τό предмет глубокого уважения: π. Πέρσαις Aesch. (царица Атосса), окруженная почитанием персов; π. Ἀργείων Aesch. высокочтимое собрание аргосских старейшин.

Greek Monolingual

-εος, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) πρέσβευμα. σεβαστό αντικείμενο (α. «βασίλεια γῡ
ναι, πρέσβος Πέρσαις» β. «πρέσβος Αργείων τόδε» — σεβαστή εκκλησία, συνέλευση τών Αργείων, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πρέσβυς, κατά τα: κράτος, κῦδος.

Greek Monotonic

πρέσβος: τό (πρεσβύς), αντικείμενο τιμής, σε Αισχύλ.· πρέσβος Ἀργείων, η σεβάσμια συνέλευση των Αργείων, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβος: τό, ποιητ. λέξ., τὸ ἐν τιμῇ ὄν, βασίλεια γύναι, πρέσβος Πέρσαις Αἰσχύλ. Πέρσ. 623· πρ. Ἀργείων, σεβασμία συνέλευσις τῶν Ἀργείων..., ὁ αὐτ. Ἀγ. 855. 1393.

Middle Liddell

πρέσβος, εος, τό, [πρεσβύς]
an object of reverence, Aesch.; πρ. Ἀργείων august assembly of Argives, Aesch.