προαγωγεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=prostituer.<br />'''Étymologie:''' [[προαγωγός]].
|btext=prostituer.<br />'''Étymologie:''' [[προαγωγός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προᾰγωγεύω''': (προαγωγὸς) ἐκτελῶ [[ἔργον]] προαγωγοῦ, [[μαστροπεύω]], παρακινῶ εἰς πορνείαν, ἀποπλανῶ ἐλευθέραν γυναῖκα ἢ παῖδα πρὸς ἀκολασίαν, «ξελογιάζω», ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα πρ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 9, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 177, Πλουτ. Σόλ. 23· αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐβάδιζεν Ἀριστοφ. Νεφ. 980: ― Παθ., Θεοπόμπ. Ἱστ. 182, 252. 2) μεταφορ., μετ’ αἰτ. καὶ δοτ., [[οἶδα]] μέν, ἔφη, σὲ Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύοντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ, προξενοῦντα, Ξεν. Συμπ. 4. 62.
|elnltext=προαγωγεύω [προαγωγός] prostitueren, seksueel exploiteren.
}}
{{elru
|elrutext='''προᾰγωγεύω:''' сводничать, тж. совращать (παῖδα ἢ γυναῖκα Aeschin.; ἑαυτόν Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προᾰγωγεύω:''' ([[προαγωγός]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μαστροπεύω]], σε Νόμ. παρ' Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προαγωγεύω]] ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''προᾰγωγεύω:''' ([[προαγωγός]]), μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[μαστροπεύω]], σε Νόμ. παρ' Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[προαγωγεύω]] ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προᾰγωγεύω:''' сводничать, тж. совращать (παῖδα ἢ γυναῖκα Aeschin.; ἑαυτόν Arph.).
|lstext='''προᾰγωγεύω''': (προαγωγὸς) ἐκτελῶ [[ἔργον]] προαγωγοῦ, [[μαστροπεύω]], παρακινῶ εἰς πορνείαν, ἀποπλανῶ ἐλευθέραν γυναῖκα ἢ παῖδα πρὸς ἀκολασίαν, «ξελογιάζω», ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα πρ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 9, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 177, Πλουτ. Σόλ. 23· αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐβάδιζεν Ἀριστοφ. Νεφ. 980: ― Παθ., Θεοπόμπ. Ἱστ. 182, 252. 2) μεταφορ., μετ’ αἰτ. καὶ δοτ., [[οἶδα]] μέν, ἔφη, σὲ Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύοντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ, προξενοῦντα, Ξεν. Συμπ. 4. 62.
}}
{{elnl
|elnltext=προαγωγεύω [προαγωγός] prostitueren, seksueel exploiteren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω [[προαγωγός]]<br /><b class="num">1.</b> to [[prostitute]], Lex ap. Aeschin.<br /><b class="num">2.</b> metaph., πρ. ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς Ar.
|mdlsjtxt=fut. σω [[προαγωγός]]<br /><b class="num">1.</b> to [[prostitute]], Lex ap. Aeschin.<br /><b class="num">2.</b> metaph., πρ. ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς Ar.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγωγεύω Medium diacritics: προαγωγεύω Low diacritics: προαγωγεύω Capitals: ΠΡΟΑΓΩΓΕΥΩ
Transliteration A: proagōgeúō Transliteration B: proagōgeuō Transliteration C: proagogeyo Beta Code: proagwgeu/w

English (LSJ)

A prostitute or procure, ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα Lex ap. Aeschin.1.14, cf. Ps.-Phoc.177, Plu.Sol. 23:—Pass., Theopomp.Hist.240. 2 metaph., αὐτὸς ἑαυτὸν π. ὀφθαλμοῖς Ar.Nu.980; π. τινὰ Προδίκῳ X. Smp.4.62.

German (Pape)

[Seite 705] verführen, verkuppeln; αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς, Ar. Nub. 967; ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα, Aesch. 1, 14, wie D. L. 10, 3; Plut. Sol. 23.

French (Bailly abrégé)

prostituer.
Étymologie: προαγωγός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προαγωγεύω [προαγωγός] prostitueren, seksueel exploiteren.

Russian (Dvoretsky)

προᾰγωγεύω: сводничать, тж. совращать (παῖδα ἢ γυναῖκα Aeschin.; ἑαυτόν Arph.).

Greek Monolingual

ΝΑ προαγωγός
εκτελώ το έργο προαγωγού, παρακινώ, εξωθώ σε πορνεία, είμαι προαγωγός, μαστροπός
αρχ.
μτφ. ενεργώ ως προξενητής, προξενεύω («αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύει ὀφθαλμοῖς», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

προᾰγωγεύω: (προαγωγός), μέλ. -σω,
1. μαστροπεύω, σε Νόμ. παρ' Αισχίν.
2. μεταφ., προαγωγεύω ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγωγεύω: (προαγωγὸς) ἐκτελῶ ἔργον προαγωγοῦ, μαστροπεύω, παρακινῶ εἰς πορνείαν, ἀποπλανῶ ἐλευθέραν γυναῖκα ἢ παῖδα πρὸς ἀκολασίαν, «ξελογιάζω», ἐλεύθερον παῖδα ἢ γυναῖκα πρ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 3. 9, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 177, Πλουτ. Σόλ. 23· αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐβάδιζεν Ἀριστοφ. Νεφ. 980: ― Παθ., Θεοπόμπ. Ἱστ. 182, 252. 2) μεταφορ., μετ’ αἰτ. καὶ δοτ., οἶδα μέν, ἔφη, σὲ Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύοντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ, προξενοῦντα, Ξεν. Συμπ. 4. 62.

Middle Liddell

fut. σω προαγωγός
1. to prostitute, Lex ap. Aeschin.
2. metaph., πρ. ἑαυτὸν ὀφθαλμοῖς Ar.