προκαταρτίζω: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ajuster <i>ou</i> arranger auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταρτίζω]]. | |btext=ajuster <i>ou</i> arranger auparavant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταρτίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προ-καταρτίζω eerst in orde maken. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκαταρτίζω:''' [[заранее обеспечивать]], [[предуготовлять]] (τι NT). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''προκαταρτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[τελειοποιώ]] εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''προκαταρτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[τελειοποιώ]] εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προκαταρτίζω''': συμπληρῶ, τελειοποιῶ πρότερον, [[προετοιμάζω]], Β΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. Θ΄, 5. ― Παθ., προκατηρτισμένος Ἱππ. 24. 10 καὶ 18. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:40, 2 October 2022
English (LSJ)
complete beforehand, Supp.Epigr.4.449.13 (Didyma, ii B. C.), 2 Ep.Cor.9.5:—Pass., προκατηρτισμένος got ready, prepared beforehand, Hp.Decent.8, cf. Ph.Bel.95.40.
German (Pape)
[Seite 729] vorher od. eher zurecht machen, Hippocr. u. N. T.
French (Bailly abrégé)
ajuster ou arranger auparavant.
Étymologie: πρό, καταρτίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-καταρτίζω eerst in orde maken.
Russian (Dvoretsky)
προκαταρτίζω: заранее обеспечивать, предуготовлять (τι NT).
English (Strong)
from πρό and καταρτίζω; to prepare in advance: make up beforehand.
English (Thayer)
1st aorist subjunctive 3rd person plural προκαταρτίσωσι; to prepare (A. V. make up) beforehand: τί, Hippocrates; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ΝΑ
καταρτίζω, ετοιμάζω εκ τών προτέρων («έχει ήδη προκαταρτίσει τον κανονισμό)
αρχ.
διευθετώ, συμπληρώνω εκ τών προτέρων («ἵνα προκαταρτίσωσι τὴν προκατηγγελμένην εὐλογίαν ὑμῶν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταρτίζω «ετοιμάζω, διευθετώ»].
Greek Monotonic
προκαταρτίζω: μέλ. -σω, τελειοποιώ εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
προκαταρτίζω: συμπληρῶ, τελειοποιῶ πρότερον, προετοιμάζω, Β΄, Ἐπιστ. πρ. Κορ. Θ΄, 5. ― Παθ., προκατηρτισμένος Ἱππ. 24. 10 καὶ 18.
Middle Liddell
fut. σω
to complete beforehand, NTest.
Chinese
原文音譯:prokatart⋯zw 普羅-卡特-阿而提索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-向下-裝備
字義溯源:預先準備,先預備了;由(πρό)*=前)與(καταρτίζω)=徹底完成)組成;而 (καταρτίζω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἄρτιος)=完備的)組成,其中 (ἄρτιος)出自(ἄρτι)=現在),而 (ἄρτι)出自(αἴρω)*=懸掛)。參讀 (ἄρτιος)同源字
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 先預備了(1) 林後9:5