πολύανδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />abondant en hommes, populeux ; <i>en parl. de pers.</i> nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀνήρ]].
|btext=ος, ον :<br />abondant en hommes, populeux ; <i>en parl. de pers.</i> nombreux.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀνήρ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύανδρος''': -ον, (ἀνὴρ) ἐπὶ τόπων, ὁ ἔχων πολλοὺς ἄνδρας, [[πλήρης]] ἀνδρῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 73. 899. 2) ἐπὶ προσώπων, πολλοί, πολυάριθμοι, [[αὐτόθι]] 533, Ἀγ. 693. ΙΙ. γυνὴ π., γυνὴ πολλοὺς ἔχουσα ἄνδρας, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 16.
|elnltext=πολύανδρος -ον [πολύς, ἀνήρ] dicht bevolkt, talrijk.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύανδρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[многолюдный]] ([[Ἀσία]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[многочисленный]] ([[Πέρσαι]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολύανδρος:''' -ον ([[ἀνήρ]]),·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τόπους, αυτός που έχει πολλούς ανθρώπους, είναι [[γεμάτος]] με ανθρώπους, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πολυάριθμος]], στον ίδ.
|lsmtext='''πολύανδρος:''' -ον ([[ἀνήρ]]),·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για τόπους, αυτός που έχει πολλούς ανθρώπους, είναι [[γεμάτος]] με ανθρώπους, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πολυάριθμος]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύανδρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[многолюдный]] ([[Ἀσία]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[многочисленный]] ([[Πέρσαι]] Aesch.).
|lstext='''πολύανδρος''': -ον, (ἀνὴρ) ἐπὶ τόπων, ὁ ἔχων πολλοὺς ἄνδρας, [[πλήρης]] ἀνδρῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 73. 899. 2) ἐπὶ προσώπων, πολλοί, πολυάριθμοι, [[αὐτόθι]] 533, Ἀγ. 693. ΙΙ. γυνὴ π., γυνὴ πολλοὺς ἔχουσα ἄνδρας, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 16.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύανδρος -ον [πολύς, ἀνήρ] dicht bevolkt, talrijk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-ανδρος, ον, [[ἀνήρ]]<br /><b class="num">1.</b> of places, with [[many]] men, [[full]] of men, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of persons, [[numerous]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-ανδρος, ον, [[ἀνήρ]]<br /><b class="num">1.</b> of places, with [[many]] men, [[full]] of men, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> of persons, [[numerous]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 21:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́ανδρος Medium diacritics: πολύανδρος Low diacritics: πολύανδρος Capitals: ΠΟΛΥΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: polýandros Transliteration B: polyandros Transliteration C: polyandros Beta Code: polu/andros

English (LSJ)

ον, of places, A full of men, populous, A.Pers.73 (lyr.), 899 (lyr.); κῶμαι BGU903.10 (ii A. D.): Sup., χωρίον Palaeph.38. 2 of persons, many, numerous, Πέρσαι A.Pers.533 (anap.), cf. Ag.693 (lyr.); ἥβα νέων π. Tim.Pers. 194; δύναμις π. Onos.21.5; π. συμβολή much experience of men, Vett. Val.172.25. II γυνὴ π. wife of many husbands, Ptol.Tetr. 72; πολύανδρον, τό, prostitution, Ph.1.563; cf. πολυάνδριος 1.

German (Pape)

[Seite 659] viele Männer habend, menschenreich; Ἀσία, Aesch. Pers. 73; Πέρσαι, 525; Ag. 678; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en hommes, populeux ; en parl. de pers. nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀνήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύανδρος -ον [πολύς, ἀνήρ] dicht bevolkt, talrijk.

Russian (Dvoretsky)

πολύανδρος:
1) многолюдный (Ἀσία Aesch.);
2) многочисленный (Πέρσαι Aesch.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύανδρος, -ον, ΝΑ
1. (για τόπο) αυτός που κατοικείται από πολλούς ανθρώπους, πολυάνθρωπος, πολύ κατοίκητος
2. (για γυναίκα) αυτή που έχει πολλούς συζύγους ή πολλούς εραστές
νεοελλ.
(για φυτό) αυτό που έχει πολλούς στήμονες
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς άνδρες («Περσῶν τῶν μεγαλαύχων καὶ πολυάνδρων στρατιὰν ὀλέσας», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύανδρον
η πορνεία
3. φρ. «πολύανδρος συμβολή» — πείρα πολλών ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. εύ-ανδρος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyandrous (< πολύανδρος)].

Greek Monotonic

πολύανδρος: -ον (ἀνήρ),·
1. λέγεται για τόπους, αυτός που έχει πολλούς ανθρώπους, είναι γεμάτος με ανθρώπους, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πρόσωπα, πολυάριθμος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἐπὶ τόπων, ὁ ἔχων πολλοὺς ἄνδρας, πλήρης ἀνδρῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 73. 899. 2) ἐπὶ προσώπων, πολλοί, πολυάριθμοι, αὐτόθι 533, Ἀγ. 693. ΙΙ. γυνὴ π., γυνὴ πολλοὺς ἔχουσα ἄνδρας, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 16.

Middle Liddell

πολύ-ανδρος, ον, ἀνήρ
1. of places, with many men, full of men, Aesch.
2. of persons, numerous, Aesch.