προσῳδός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ός, όν :<br />que l'on chante avec accompagnement d'un instrument ; <i>fig.</i> qui s'accorde avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ᾄδω]].
|btext=ός, όν :<br />que l'on chante avec accompagnement d'un instrument ; <i>fig.</i> qui s'accorde avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ᾄδω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσῳδός''': -όν, (ᾠδὴ) ὁ ᾄδων ἢ ἠχῶν ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ, [[ἁρμονικός]], [[μέλος]] Εὐρ. Ἀποσπ. 632· ὑμνεῖτο δ’ αἰσχρῶς..., οὐ προσῳδὰ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 305, πρβλ. Πλούτ. 2. 443Α, Πολυδ. Δ΄, 58. 2) μεταφορ., πρ. στοναχὰ Εὐρ. Φοίν. 1499· μετὰ δοτ., πρ. ἡ [[τύχη]] τὠμῷ πάθει ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 359· τῷ νόμῳ πρ. Πλούτ. 2. 138Β.
|elnltext=προσῳδός -όν [πρός, ᾠδή] harmoniërend, overdr. met dat.. προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει haar lot komt overeen met mijn ongeluk Eur. Ion 359.
}}
{{elru
|elrutext='''προσῳδός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[стройно звучащий]], [[стройный]] ([[μέλος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[вторящий]] (στοναχὰ ἐπὶ δάκρυσιν Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[согласный]], [[соответствующий]] (τῶ νόμω Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[сходный]], [[похожий]] (τινι Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''προσῳδός:''' -όν ([[ᾠδή]]), αυτός που βρίσκεται σε [[αρμονία]], [[μελωδικός]], [[αρμονικός]], σε Ευρ.· με δοτ., προσῳδὸς ἡ [[τύχη]] τὠμῷ πάθει, στον ίδ.
|lsmtext='''προσῳδός:''' -όν ([[ᾠδή]]), αυτός που βρίσκεται σε [[αρμονία]], [[μελωδικός]], [[αρμονικός]], σε Ευρ.· με δοτ., προσῳδὸς ἡ [[τύχη]] τὠμῷ πάθει, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσῳδός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[стройно звучащий]], [[стройный]] ([[μέλος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[вторящий]] (στοναχὰ ἐπὶ δάκρυσιν Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[согласный]], [[соответствующий]] (τῶ νόμω Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[сходный]], [[похожий]] (τινι Eur.).
|lstext='''προσῳδός''': -όν, (ᾠδὴ) ὁ ᾄδων ἢ ἠχῶν ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ, [[ἁρμονικός]], [[μέλος]] Εὐρ. Ἀποσπ. 632· ὑμνεῖτο δ’ αἰσχρῶς..., οὐ προσῳδὰ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 305, πρβλ. Πλούτ. 2. 443Α, Πολυδ. Δ΄, 58. 2) μεταφορ., πρ. στοναχὰ Εὐρ. Φοίν. 1499· μετὰ δοτ., πρ. ἡ [[τύχη]] τὠμῷ πάθει ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 359· τῷ νόμῳ πρ. Πλούτ. 2. 138Β.
}}
{{elnl
|elnltext=προσῳδός -όν [πρός, ᾠδή] harmoniërend, overdr. met dat.. προσῳδὸς τύχη τὠμῷ πάθει haar lot komt overeen met mijn ongeluk Eur. Ion 359.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσῳδός Medium diacritics: προσῳδός Low diacritics: προσωδός Capitals: ΠΡΟΣΩΔΟΣ
Transliteration A: prosōidós Transliteration B: prosōdos Transliteration C: prosodos Beta Code: prosw|do/s

English (LSJ)

όν, (ᾠδή) A singing or sounding in accord, harmonious, μέλος E.Fr.631 (lyr.); ὑμνεῖτο δ' αἰσχρῶς . . οὐ προσῳδά Com.Adesp. 1203.6, cf. Plu.2.443a, Poll.4.58. 2 metaph., π. στοναχά E.Ph. 1498(lyr.): c. dat., π. ἡ τύχη τὠμῷ πάθει Id.Ion359; τῷ νόμῳ π. Plu. 2.138b.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
que l'on chante avec accompagnement d'un instrument ; fig. qui s'accorde avec, τινι.
Étymologie: πρός, ᾄδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσῳδός -όν [πρός, ᾠδή] harmoniërend, overdr. met dat.. προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει haar lot komt overeen met mijn ongeluk Eur. Ion 359.

Russian (Dvoretsky)

προσῳδός:
1) стройно звучащий, стройный (μέλος Eur.);
2) вторящий (στοναχὰ ἐπὶ δάκρυσιν Eur.);
3) согласный, соответствующий (τῶ νόμω Plut.);
4) сходный, похожий (τινι Eur.).

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που άδει ή ηχεί σε συμφωνία, αρμονικός («προσῳδὰ ὄργανα» — όργανα τα οποία, κρουόμενα με πλήκτρο, συνοδεύονταν από άσμα, Πολυδ.)
2. μτφ. αυτός που είναι σύμφωνος με κάποιον ή με κάτι («προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ ἐπ-ῳδός].

Greek Monotonic

προσῳδός: -όν (ᾠδή), αυτός που βρίσκεται σε αρμονία, μελωδικός, αρμονικός, σε Ευρ.· με δοτ., προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσῳδός: -όν, (ᾠδὴ) ὁ ᾄδων ἢ ἠχῶν ἐν συμφωνίᾳ ἢ ἁρμονίᾳ, ἁρμονικός, μέλος Εὐρ. Ἀποσπ. 632· ὑμνεῖτο δ’ αἰσχρῶς..., οὐ προσῳδὰ Κωμικ. Ἀνώνυμ. 305, πρβλ. Πλούτ. 2. 443Α, Πολυδ. Δ΄, 58. 2) μεταφορ., πρ. στοναχὰ Εὐρ. Φοίν. 1499· μετὰ δοτ., πρ. ἡ τύχη τὠμῷ πάθει ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 359· τῷ νόμῳ πρ. Πλούτ. 2. 138Β.

Middle Liddell

προσ-ῳδός, όν [ᾠδή]
in accord, in tune, harmonious, Eur.; c. dat., προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει Eur.

English (Woodhouse)

attuned to, compatible with, consistent with, in harmony with, corresponding to, responsive to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)