συγκατασκευάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=aider à préparer, à établir, à se procurer, acc. ; [[τί]] τινι aider qqn à préparer qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατασκευάζω]].
|btext=aider à préparer, à établir, à se procurer, acc. ; [[τί]] τινι aider qqn à préparer qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατασκευάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκατασκευάζω''': [[συμπαρασκευάζω]], συντελῶ πρὸς διευθέτησιν, τὴν ἀρχὴν Θουκ. 1. 93, πρβλ. Ξεν. Λακ. 8, 3· πάνθ’ ὁπόσα σ. τὸν ἀνθρώπινον βίον Πλάτ. Πολιτ. 274D, πρβλ. Ἰσοκρ. 27Ε, κτλ.· [δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν σ. τέχναις Πλάτ. Νόμ. 920D· σ. τὸ ἐπιτήδειον Ξεν. Πόρ. 4, 38· σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον, βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὴν διεξαγωγὴν [[αὐτοῦ]], Δημ. 275. 16· πάντα σ. τινί, βοηθῶ τινα εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν σχεδίων του, ὁ αὐτ. 33. 4· ἀπολ., ὁ αὐτ. 215, 27.
|elnltext=συγ-κατασκευάζω, Att. ook ξυγκατασκευάζω helpen te bewerkstelligen of tot stand te brengen of te realiseren:. σ. τὴν ἀρχήν de heerschappij Thuc. 1.93.4; σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον de oorlog in Amphissa Dem. 18.143. compleet uitrusten, van al het nodige voorzien; met dat.. οἳ τὸν βίον ἡμῖν συγκατεσκευάκασιν τέχναις... die het leven voor ons compleet hebben uitgerust met ambachten Plat. Lg. 920d.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκατασκευάζω:''' [[совместно подготавливать]], [[помогать осуществить]] (τὴν [[ἀρχήν]] Thuc.): πάνθ᾽ ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον συγκατεσκεύακεν Plat. все, что обеспечивает человеческую жизнь; οἱ δὲ τοσούτου δέουσι ταύτων τι κωλύειν, [[ὥστε]] καὶ συγκατασκευάζουσιν Dem. этому они не только не препятствуют, но даже способствуют.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγκατασκευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συντελώ]] στην [[κατασκευή]] ή την [[εδραίωση]] κάποιου πράγματος, [[συμπράττω]], σε Θουκ. κ.λπ.· [[συγκατασκευάζω]] τὸν πόλεμον, [[συνεργώ]] στη [[διεξαγωγή]] πολέμου, σε Δημ.
|lsmtext='''συγκατασκευάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συντελώ]] στην [[κατασκευή]] ή την [[εδραίωση]] κάποιου πράγματος, [[συμπράττω]], σε Θουκ. κ.λπ.· [[συγκατασκευάζω]] τὸν πόλεμον, [[συνεργώ]] στη [[διεξαγωγή]] πολέμου, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκατασκευάζω:''' [[совместно подготавливать]], [[помогать осуществить]] (τὴν [[ἀρχήν]] Thuc.): πάνθ᾽ ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον συγκατεσκεύακεν Plat. все, что обеспечивает человеческую жизнь; οἱ δὲ τοσούτου δέουσι ταύτων τι κωλύειν, [[ὥστε]] καὶ συγκατασκευάζουσιν Dem. этому они не только не препятствуют, но даже способствуют.
|lstext='''συγκατασκευάζω''': [[συμπαρασκευάζω]], συντελῶ πρὸς διευθέτησιν, τὴν ἀρχὴν Θουκ. 1. 93, πρβλ. Ξεν. Λακ. 8, 3· πάνθ’ ὁπόσα σ. τὸν ἀνθρώπινον βίον Πλάτ. Πολιτ. 274D, πρβλ. Ἰσοκρ. 27Ε, κτλ.· [δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν σ. τέχναις Πλάτ. Νόμ. 920D· σ. τὸ ἐπιτήδειον Ξεν. Πόρ. 4, 38· σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον, βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὴν διεξαγωγὴν [[αὐτοῦ]], Δημ. 275. 16· πάντα σ. τινί, βοηθῶ τινα εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν σχεδίων του, ὁ αὐτ. 33. 4· ἀπολ., ὁ αὐτ. 215, 27.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κατασκευάζω, Att. ook ξυγκατασκευάζω helpen te bewerkstelligen of tot stand te brengen of te realiseren:. σ. τὴν ἀρχήν de heerschappij Thuc. 1.93.4; σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον de oorlog in Amphissa Dem. 18.143. compleet uitrusten, van al het nodige voorzien; met dat.. οἳ τὸν βίον ἡμῖν συγκατεσκευάκασιν τέχναις... die het leven voor ons compleet hebben uitgerust met ambachten Plat. Lg. 920d.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[help]] in establishing or framing, Thuc., etc.; ς. τὸν πόλεμον to [[join]] in promoting the war, Dem.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[help]] in establishing or framing, Thuc., etc.; ς. τὸν πόλεμον to [[join]] in promoting the war, Dem.
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατασκευάζω Medium diacritics: συγκατασκευάζω Low diacritics: συγκατασκευάζω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: synkataskeuázō Transliteration B: synkataskeuazō Transliteration C: sygkataskevazo Beta Code: sugkataskeua/zw

English (LSJ)

help in establishing or organizing, τὴν ἀρχήν Th.1.93, cf. X.Lac.8.3; πάνθ' ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον σ. Pl.Plt. 274d, cf. Isoc.3.6, etc.; [δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν σ. τέχναις Pl.Lg. 920e; τὸ ἐπιτήδειον X.Vect.4.38; σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον join in promoting it, D.18.143; πάντα σ. τινί assist him in promoting, Id.3.17: abs., Id.17.15:—Med., BCH55.43 (Odessus, i B.C.):—Pass., Phld Lib.p.25 O.; -αζόμενος στοχασμός, of mutually confirmatory or cumulative evidence, Hermog Stat.3, cf. Arg.D.19.14, Gal.8.566.

German (Pape)

[Seite 966] mit bereiten, einrichten, helfen; Thuc. 1, 93; Xen. Lac. 8, 3; πάνθ' ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον συγκατεσκεύακεν, Plat. Polit. 274 d; Isocr. 3, 6; Dem. 3, 17; τινὶ δυναστείαν, Pol. 1, 83, 4; νίκην, 3, 111, 3.

French (Bailly abrégé)

aider à préparer, à établir, à se procurer, acc. ; τί τινι aider qqn à préparer qch.
Étymologie: σύν, κατασκευάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατασκευάζω, Att. ook ξυγκατασκευάζω helpen te bewerkstelligen of tot stand te brengen of te realiseren:. σ. τὴν ἀρχήν de heerschappij Thuc. 1.93.4; σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον de oorlog in Amphissa Dem. 18.143. compleet uitrusten, van al het nodige voorzien; met dat.. οἳ τὸν βίον ἡμῖν συγκατεσκευάκασιν τέχναις... die het leven voor ons compleet hebben uitgerust met ambachten Plat. Lg. 920d.

Russian (Dvoretsky)

συγκατασκευάζω: совместно подготавливать, помогать осуществить (τὴν ἀρχήν Thuc.): πάνθ᾽ ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον συγκατεσκεύακεν Plat. все, что обеспечивает человеческую жизнь; οἱ δὲ τοσούτου δέουσι ταύτων τι κωλύειν, ὥστε καὶ συγκατασκευάζουσιν Dem. этому они не только не препятствуют, но даже способствуют.

Greek Monolingual

Α κατασκευάζω
1. συντελώ στη διευθέτηση ή στη διοργάνωση
2. (σχετικά με πόλεμο) βοηθώ στη διεξαγωγήοὗτος ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων αἴτιος κακῶν», Δημοσθ.)
3. βοηθώ κάποιον να κάνει κάτι.

Greek Monotonic

συγκατασκευάζω: μέλ. -σω, συντελώ στην κατασκευή ή την εδραίωση κάποιου πράγματος, συμπράττω, σε Θουκ. κ.λπ.· συγκατασκευάζω τὸν πόλεμον, συνεργώ στη διεξαγωγή πολέμου, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατασκευάζω: συμπαρασκευάζω, συντελῶ πρὸς διευθέτησιν, τὴν ἀρχὴν Θουκ. 1. 93, πρβλ. Ξεν. Λακ. 8, 3· πάνθ’ ὁπόσα σ. τὸν ἀνθρώπινον βίον Πλάτ. Πολιτ. 274D, πρβλ. Ἰσοκρ. 27Ε, κτλ.· [δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν σ. τέχναις Πλάτ. Νόμ. 920D· σ. τὸ ἐπιτήδειον Ξεν. Πόρ. 4, 38· σ. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον, βοηθῶ, συνεργῶ εἰς τὴν διεξαγωγὴν αὐτοῦ, Δημ. 275. 16· πάντα σ. τινί, βοηθῶ τινα εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν σχεδίων του, ὁ αὐτ. 33. 4· ἀπολ., ὁ αὐτ. 215, 27.

Middle Liddell

fut. σω
to help in establishing or framing, Thuc., etc.; ς. τὸν πόλεμον to join in promoting the war, Dem.