συνανάκειμαι: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=se mettre à table avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀνάκειμαι]]. | |btext=se mettre à table avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀνάκειμαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συν-ανάκειμαι samen (met...) aanliggen, met dat. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνανάκειμαι:''' [[вместе возлежать за столом]] (ἐν τῇ οἰκίᾳ τινός NT): οἱ συνανακείμενοι NT (приглашенные) сотрапезники, гости. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''συνανάκειμαι:''' Παθ., [[κάθομαι]] στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] κοντά στο [[τραπέζι]] του δείπνου μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συνανάκειμαι:''' Παθ., [[κάθομαι]] στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] κοντά στο [[τραπέζι]] του δείπνου μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνανάκειμαι''': Παθητ., [[ἀνάκειμαι]] [[ὁμοῦ]], [[συνανακλίνομαι]], παρὰ τὴν τράπεζαν ἐν τῷ δείπνῳ, ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς [[αὐτοῦ]] Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 10, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:25, 2 October 2022
English (LSJ)
Pass., recline together at table, Ev.Matt.9.10, etc.
German (Pape)
[Seite 999] (s. κεῖμαι), mit daliegen, bes. mit zu Tische liegen, Matth. 9, 10; auch = mit geweih't sein, Sp.
French (Bailly abrégé)
se mettre à table avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀνάκειμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ανάκειμαι samen (met...) aanliggen, met dat.
Russian (Dvoretsky)
συνανάκειμαι: вместе возлежать за столом (ἐν τῇ οἰκίᾳ τινός NT): οἱ συνανακείμενοι NT (приглашенные) сотрапезники, гости.
English (Strong)
from σύν and ἀνακεῖμαι; to recline in company with (at a meal): sit (down, at the table, together) with (at meat).
English (Thayer)
3rd person plural imperfect συνανέκειντο; to recline together, feast together (A. V. 'sit down with', 'sit at meat with' (cf. ἀνάκειμαι)): τίνι, with one, οἱ συνανακείμενοι (`they that sat at meat with'), the guests, R G L); 3 Maccabees 5:39); ecclesiastical and Byzantine writings.)
Greek Monolingual
ΜΑ
είμαι κι εγώ ξαπλωμένος δίπλα στο ίδιο τραπέζι, μετέχω στο ίδιο δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀνάκειμαι «ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω»].
Greek Monotonic
συνανάκειμαι: Παθ., κάθομαι στο ίδιο ανάκλιντρο κοντά στο τραπέζι του δείπνου μαζί με άλλους, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
συνανάκειμαι: Παθητ., ἀνάκειμαι ὁμοῦ, συνανακλίνομαι, παρὰ τὴν τράπεζαν ἐν τῷ δείπνῳ, ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 10, κλπ.
Middle Liddell
Pass. to recline together at table, NTest.
Chinese
原文音譯:sunan£keimai 尋-安那-咳買
詞類次數:動詞(9)
原文字根:同-上-臥
字義溯源:一同側躺,一同坐席,同坐席,同席;(昔時坐席,乃是側躺在地而食),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀνάκειμαι)=橫臥)組成,而 (ἀνάκειμαι)又由(ἀνά)*=上)與(κεῖμαι)*=躺)組成
出現次數:總共(7);太(2);可(2);路(3)
譯字彙編:
1) 同席的人(4) 太14:9; 可6:22; 路7:49; 路14:10;
2) 一同坐席(2) 太9:10; 可2:15;
3) 同席的(1) 路14:15