συνυποκρίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=aider à feindre : τινί [[τι]] aider qqn à feindre qch, appuyer un prétexte donné par qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὑποκρίνομαι]].
|btext=aider à feindre : τινί [[τι]] aider qqn à feindre qch, appuyer un prétexte donné par qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὑποκρίνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνυποκρίνομαι''': ἀποθετ., ὑποκρίνομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτοὺς Πολύβ. 3. 52, 6, πρβλ. 31. 7· ― σ. τινι τὸ [[προσποίημα]], βοηθῶ τινα [[ὅπως]] προσποιηθῇ, Πλουτ. Μάρ. 14.
|elnltext=συνυποκρίνομαι [σύν, ὑποκρίνω] (samen met...) doen alsof, (samen met...) meespelen; abs. het spel meespelen:; NT Gal. 2:13; met acc. en dat.: ἀπιθάνως συνυποκρίνεσθαι τὸ προσποίημα τῷ Μαρίῳ op ongeloofwaardige wijze het spel (het voorwendsel) meespelen met Marius Plut. Mar. 14.14.
}}
{{elru
|elrutext='''συνυποκρίνομαι:''' (ρῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[вместе симулировать]], [[разыгрывать]] ([[φιλίαν]] πρός τινα Polyb.): σ. τὸ προσποίημά τινι Plut. разыгрывать комедию вместе с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[вместе или одновременно притворяться]], [[лицемерить]] (τινι NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''συνυποκρίνομαι:''' [ῑ], αποθ., [[ερμηνεύω]], [[υποκρίνομαι]] ως [[ηθοποιός]], [[υποκριτής]] έναν ρόλο από κοινού με άλλους· [[βοηθώ]] κάποιον να προσποιηθεί [[κάτι]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συνυποκρίνομαι:''' [ῑ], αποθ., [[ερμηνεύω]], [[υποκρίνομαι]] ως [[ηθοποιός]], [[υποκριτής]] έναν ρόλο από κοινού με άλλους· [[βοηθώ]] κάποιον να προσποιηθεί [[κάτι]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνυποκρίνομαι:''' (ρῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[вместе симулировать]], [[разыгрывать]] ([[φιλίαν]] πρός τινα Polyb.): σ. τὸ προσποίημά τινι Plut. разыгрывать комедию вместе с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[вместе или одновременно притворяться]], [[лицемерить]] (τινι NT).
|lstext='''συνυποκρίνομαι''': ἀποθετ., ὑποκρίνομαι μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτοὺς Πολύβ. 3. 52, 6, πρβλ. 31. 7· ― σ. τινι τὸ [[προσποίημα]], βοηθῶ τινα [[ὅπως]] προσποιηθῇ, Πλουτ. Μάρ. 14.
}}
{{elnl
|elnltext=συνυποκρίνομαι [σύν, ὑποκρίνω] (samen met...) doen alsof, (samen met...) meespelen; abs. het spel meespelen:; NT Gal. 2:13; met acc. en dat.: ἀπιθάνως συνυποκρίνεσθαι τὸ προσποίημα τῷ Μαρίῳ op ongeloofwaardige wijze het spel (het voorwendsel) meespelen met Marius Plut. Mar. 14.14.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:34, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποκρίνομαι Medium diacritics: συνυποκρίνομαι Low diacritics: συνυποκρίνομαι Capitals: ΣΥΝΥΠΟΚΡΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: synypokrínomai Transliteration B: synypokrinomai Transliteration C: synypokrinomai Beta Code: sunupokri/nomai

English (LSJ)

[ῑ], accommodate oneself by pretending, Plb.3.31.7; συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτούς Id.3.52.6: σ. τὸ προσποίημα τῷ Μαρίῳ helping M. to maintain his pretence, Plu.Mar.14; συνυπεκρίνετο τοῖς προθύμως . . διακειμένοις pretended to agree with the eager spirits, Plb.3.92.5, cf. Ep.Gal.2.13, Plu.Mar.17.

French (Bailly abrégé)

aider à feindre : τινί τι aider qqn à feindre qch, appuyer un prétexte donné par qqn.
Étymologie: σύν, ὑποκρίνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνυποκρίνομαι [σύν, ὑποκρίνω] (samen met...) doen alsof, (samen met...) meespelen; abs. het spel meespelen:; NT Gal. 2:13; met acc. en dat.: ἀπιθάνως συνυποκρίνεσθαι τὸ προσποίημα τῷ Μαρίῳ op ongeloofwaardige wijze het spel (het voorwendsel) meespelen met Marius Plut. Mar. 14.14.

Russian (Dvoretsky)

συνυποκρίνομαι: (ρῑ)
1) вместе симулировать, разыгрывать (φιλίαν πρός τινα Polyb.): σ. τὸ προσποίημά τινι Plut. разыгрывать комедию вместе с кем-л.;
2) вместе или одновременно притворяться, лицемерить (τινι NT).

English (Strong)

from σύν and ὑποκρίνομαι; to act hypocritically in concert with: dissemble with.

English (Thayer)

1st aorist passive, συνυπεκριθην, with the force of the middle (cf. Buttmann, 52 (45)); to dissemble with: τίνι, one, Polybius 3,92, 5 and often; see Schweighaeuser, Lex. Polybius, p. 604; Plutarch, Marius, 14,17.)

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) υποκρίνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνυποκρίνομαι: [ῑ], αποθ., ερμηνεύω, υποκρίνομαι ως ηθοποιός, υποκριτής έναν ρόλο από κοινού με άλλους· βοηθώ κάποιον να προσποιηθεί κάτι, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποκρίνομαι: ἀποθετ., ὑποκρίνομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτοὺς Πολύβ. 3. 52, 6, πρβλ. 31. 7· ― σ. τινι τὸ προσποίημα, βοηθῶ τινα ὅπως προσποιηθῇ, Πλουτ. Μάρ. 14.

Middle Liddell


Dep. to play a part along with others: to help another in maintaining a thing, Plut.

Chinese

原文音譯:sunupokr⋯nomai 尋-語坡-克里挪買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-被-審判
字義溯源:一同裝假,隨同裝假,一同掩飾;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ὑποκρίνομαι)=裝假)組成,其中 (ὑποκρίνομαι)又由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編
1) 隨同⋯裝假(1) 加2:13