σχολαστής: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />oisif, désœuvré ; <i>adj.</i> σχολαστὴς [[βίος]] PLUT vie oisive.<br />'''Étymologie:''' [[σχολάζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />oisif, désœuvré ; <i>adj.</i> σχολαστὴς [[βίος]] PLUT vie oisive.<br />'''Étymologie:''' [[σχολάζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σχολαστής -οῦ, ὁ [σχολάζω] iem. die over vrije tijd kan beschikken. nietsnut. Plut. Sol. 22.3. die zijn tijd aan studie besteedt, kamergeleerde. Plut. Cic. 3.3. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σχολαστής:''' οῦ adj. m<br /><b class="num">1)</b> [[праздный]] ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[преданный научным или литературным занятиям]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σχολαστής:''' -οῦ, ὁ ([[σχολάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περνάει τη [[ζωή]] του στη [[σχόλη]], που αναπαύεται διαρκώς, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που δεν ασχολείται με [[τίποτε]], που βρίσκεται σε [[απραξία]], [[άεργος]], [[αδρανής]]· [[βίος]], στον ίδ. | |lsmtext='''σχολαστής:''' -οῦ, ὁ ([[σχολάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που περνάει τη [[ζωή]] του στη [[σχόλη]], που αναπαύεται διαρκώς, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που δεν ασχολείται με [[τίποτε]], που βρίσκεται σε [[απραξία]], [[άεργος]], [[αδρανής]]· [[βίος]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σχολαστής]], οῦ, ὁ, [[σχολάζω]]<br /><b class="num">I.</b> one who lives at [[ease]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[leisurely]], [[idle]], [[βίος]] Plut. | |mdlsjtxt=[[σχολαστής]], οῦ, ὁ, [[σχολάζω]]<br /><b class="num">I.</b> one who lives at [[ease]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[leisurely]], [[idle]], [[βίος]] Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 00:06, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who lives at ease, man of leisure, Com.Adesp.119, LXXEx.5.17, Plu.Brut.3. II as adjective, leisurely, idle, βίος Id.Cic.3,2.135b; ἀργὸς καὶ σ. ὄχλος Id.Sol.22.
German (Pape)
[Seite 1058] ὁ, müßig, unthätig, βίος, Plut., ὄχλος Sol. 22.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
oisif, désœuvré ; adj. σχολαστὴς βίος PLUT vie oisive.
Étymologie: σχολάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχολαστής -οῦ, ὁ [σχολάζω] iem. die over vrije tijd kan beschikken. nietsnut. Plut. Sol. 22.3. die zijn tijd aan studie besteedt, kamergeleerde. Plut. Cic. 3.3.
Russian (Dvoretsky)
σχολαστής: οῦ adj. m
1) праздный (βίος Plut.);
2) преданный научным или литературным занятиям Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σχολαστής: -οῦ, ὁ, ὁ σχολάζων, ὁ σχολὴν ἄγων, ὁ ζῶν ἐν σχολῇ, Λατ. homo otiosus, Κωμικ. Ἀντώνυμ. 8, Πλουτ. Βροῦτ. 3, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὡς τὸ σχολαστικός;, ὁ ἄνευ ἀσχολίας, ὁ ἀπρακτῶν, βίος ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 3, 2. 135Β· ἀργὸς καὶ σχολ. ὄχλος ὁ αὐτ. ἐν Σόλ. 22.
Greek Monolingual
-οῦ, ὁ, Α σχολάζω
1. τεμπέλης
2. ως επίθ. τεμπέλικος («σχολαστὴς βίος», Πλούτ.).
Greek Monotonic
σχολαστής: -οῦ, ὁ (σχολάζω),
I. αυτός που περνάει τη ζωή του στη σχόλη, που αναπαύεται διαρκώς, σε Πλούτ.
II. ως επίθ., αυτός που δεν ασχολείται με τίποτε, που βρίσκεται σε απραξία, άεργος, αδρανής· βίος, στον ίδ.
Middle Liddell
σχολαστής, οῦ, ὁ, σχολάζω
I. one who lives at ease, Plut.
II. as adj. leisurely, idle, βίος Plut.