τερθρεία: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />tour de charlatan, hâblerie, jonglerie.<br />'''Étymologie:''' [[τερθρεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />tour de charlatan, hâblerie, jonglerie.<br />'''Étymologie:''' [[τερθρεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τερθρεία:''' ἡ [[фокусничество]], [[хитросплетение]] (τ. καὶ [[στωμυλία]] Plut.): ἡ τ. [[ῥητορική]] Sext. риторическая изворотливость.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[τερθεύομαι]]<br />(στη [[ρητορική]]) [[χρήση]] σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λογομαχία]] σχετικά με λέξεις<br /><b>2.</b> [[φλυαρία]] που γίνεται [[κυρίως]] για [[παραπλάνηση]]<br /><b>3.</b> [[εκστρατεία]] που γινόταν με σκοπό την [[άσκηση]] τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως περίπολοι, [[στρατεία]].
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[τερθεύομαι]]<br />(στη [[ρητορική]]) [[χρήση]] σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λογομαχία]] σχετικά με λέξεις<br /><b>2.</b> [[φλυαρία]] που γίνεται [[κυρίως]] για [[παραπλάνηση]]<br /><b>3.</b> [[εκστρατεία]] που γινόταν με σκοπό την [[άσκηση]] τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως περίπολοι, [[στρατεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''τερθρεία:''' ἡ [[фокусничество]], [[хитросплетение]] (τ. καὶ [[στωμυλία]] Plut.): ἡ τ. [[ῥητορική]] Sext. риторическая изворотливость.
}}
}}

Revision as of 16:07, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερθρεία Medium diacritics: τερθρεία Low diacritics: τερθρεία Capitals: ΤΕΡΘΡΕΙΑ
Transliteration A: terthreía Transliteration B: terthreia Transliteration C: terthreia Beta Code: terqrei/a

English (LSJ)

ἡ, A use of extreme subtlety, hair-splitting, formal pedantry, Isoc.10.4, Phld.Oec.p.75 J., Ph.2.191, al.; τ. μυθική in religion, D.H. 2.19; of disputes about words, Gal.8.637, UP4.9; εἴτις εἰς τὴν Στωϊκὴν τ. ἀπάγοι τὸν λόγον Procl.in Prm.p.534 S. II = στρατεία 3, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1093] ἡ, Gaukelei, Blendwerk, Possen, bes. λόγων, spitzfindiges Geschwatz, Windbeutelei, VLL., Plut. u. a. Sp.; ῥητορική, S. Emp. adv. rhett. 22; übh. Täuschung, Betrug, D. L. prooem. 17; μυθική, D. Hal. 2, 19. – Einige alte Erkl. leiten es von τερατεία ab, Moeris.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
tour de charlatan, hâblerie, jonglerie.
Étymologie: τερθρεύω.

Russian (Dvoretsky)

τερθρεία:фокусничество, хитросплетение (τ. καὶ στωμυλία Plut.): ἡ τ. ῥητορική Sext. риторическая изворотливость.

Greek (Liddell-Scott)

τερθρεία: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, χρῆσις τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης, ἀγυρτία, τερατολογία, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἰσοκρ. 209Α, πρβλ. Runnck. εἰς Πλάτ. Τίμ. (Κατὰ τὸν Μοῖριν σ. 364, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ τερατεία). - Καθ’ Ἡσύχ. «τερθρεία· λογομαχία. ἀπάτη. φλυαρία. φληναφία».

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ τερθεύομαι
(στη ρητορική) χρήση σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας
αρχ.
1. λογομαχία σχετικά με λέξεις
2. φλυαρία που γίνεται κυρίως για παραπλάνηση
3. εκστρατεία που γινόταν με σκοπό την άσκηση τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως περίπολοι, στρατεία.