φαλλικός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] zum [[φαλλός]] gehörig, bes. zu seiner Feier am Bacchusfeste gehörig, beim Phallosfeste üblich; τὸ φ. sc. [[μέλος]], das Phalloslied, Ar. Vesp. 249; Arist. poet. 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1253.png Seite 1253]] zum [[φαλλός]] gehörig, bes. zu seiner Feier am Bacchusfeste gehörig, beim Phallosfeste üblich; τὸ φ. ''[[sc.]]'' [[μέλος]], das Phalloslied, Ar. Vesp. 249; Arist. poet. 4. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:15, 30 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for the phallus (φαλλός): τὸ φαλλικόν (sc. μέλος) the phallic song, Ar.Ach.261, Arist.Po.1449a11; restd. in IG12.187.33; also a dance, Poll.4.100.
German (Pape)
[Seite 1253] zum φαλλός gehörig, bes. zu seiner Feier am Bacchusfeste gehörig, beim Phallosfeste üblich; τὸ φ. sc. μέλος, das Phalloslied, Ar. Vesp. 249; Arist. poet. 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le phallus.
Étymologie: φαλλός.
Greek (Liddell-Scott)
φαλλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν φαλλόν˙ ― τὸ φαλλικὸν (ἐξυπακ. μέλος), ᾆσμα ᾀδόμενον εἰς τὸν φαλλόν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 261, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14˙ ὡσαύτως «ὄρχημα Διονύσῳ» Πολυδ. Δʹ, 100. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φαλλικά˙ ᾠδὴ πεποιημένη εἰς τὸν Διόνυσον, τοῦ φαλλοῦ ἀγομένου», καὶ: «φαλλικόν˙ ὄρχημά τι, οἱ δὲ μέλος. ἄλλοι ᾠδὴν αὐτοσχέδιον ἐπὶ τῷ φαλλῷ ᾀδομένην».
Greek Monolingual
-ή, -ό / φαλλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φαλλός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλλό
νεοελλ.
φρ. α) «φαλλική λατρεία»
(κοινων.-ανθρωπολ.-θρησκειολ.) η λατρεία της γενεσιουργού, της αναπαραγωγικής αρχής, όπως αυτή συμβολίζεται από τα σεξουαλικά όργανα ή από την πράξη της σεξουαλικής συνεύρεσης, αλλ. φαλλισμός
β) «φαλλικό στάδιο»
(κατά την θεωρία της ψυχανάλυσης) φάση της παιδικής σεξουαλικότητας, που διαρκεί από την ηλικία τών τριών έως την ηλικία τών έξι ετών περίπου και κατά την οποία, και στα δύο φύλα, οι γενετήσιες παρορμήσεις οργανώνονται γύρω από τη γεννητική περιοχή, αλλ. φαλλική φάση
γ) «φαλλική φάση»
(ψυχολ.) το φαλλικό στάδιο
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαλλικόν
α) (ενν. μέλος) άσμα το οποίο τραγουδούσαν κατά την περιφορά του φαλλού στα φαλληφόρια
β) διονυσιακός χορός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φαλλικά
α) (κατά τον Ησύχ.) «φαλλικά
ᾠδὴ πεποιημένη εἰς τὸν Διόνυσον, τοῦ φαλλοῦ ἀγομένου»
β) τα φαλληφόρια.
Greek Monotonic
φαλλικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αυτός που ταιριάζει στο φαλλόν· τὸ φαλλικὸν (ενν. μέλος), φαλλική ωδή (τραγούδι), σε Αριστοφ.