φρυαγματίας: Difference between revisions
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />orgueilleux, arrogant ; fougueux (cheval).<br />'''Étymologie:''' [[φρύαγμα]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />orgueilleux, arrogant ; fougueux (cheval).<br />'''Étymologie:''' [[φρύαγμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρυαγμᾰτίας:''' ου adj. m полный надменного презрения ([[βίος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φρυαγματίας:''' -ου, ὁ, ατίθασο [[άλογο]]· μεταφ. ως επίθ., [[αλαζόνας]], [[ακόλαστος]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''φρυαγματίας:''' -ου, ὁ, ατίθασο [[άλογο]]· μεταφ. ως επίθ., [[αλαζόνας]], [[ακόλαστος]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A hot-tempered, of a horse, Hsch. s.v. πεδαωριστής. II metaph. as adjective, arrogant, wanton, βίος Plu. Ant.2.
German (Pape)
[Seite 1310] ὁ, ein schnaubendes, unbändiges, muthiges Roß; – übertr., ein übermüthiger Mensch; übh. als adj. wild, stolz, βίος, καὶ κομπώδης, Plut. Ant. 2.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
orgueilleux, arrogant ; fougueux (cheval).
Étymologie: φρύαγμα.
Russian (Dvoretsky)
φρυαγμᾰτίας: ου adj. m полный надменного презрения (βίος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φρυαγμᾰτίας: -ου, ὁ, ἀδάμαστος καὶ ἀτίθασος καὶ ὑπερήφανος ἵππος, Ἡσύχ. ΙΙ. μεταφορ., ὡς ἐπίθετ., ἀλαζονικός, αὐθάδης, βίος Πλουτ. Ἀντών. 2.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ατίθασο άλογο
2. ως επίθ. μτφ. αυθάδης, αλαζονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύαγμα, -άγματος + επίθημα -ίας (πρβλ. στιγματ-ίας)].
Greek Monotonic
φρυαγματίας: -ου, ὁ, ατίθασο άλογο· μεταφ. ως επίθ., αλαζόνας, ακόλαστος, σε Πλούτ.