χλάδω: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> κέχλαδον, <i>part. ao.2</i> κεχλαδώς;<br />bouillonner.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καχλάζω]].
|btext=<i>ao.2</i> κέχλαδον, <i>part. ao.2</i> κεχλαδώς;<br />bouillonner.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καχλάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χλάδω:''' (только aor. 2 [[κέχλαδον|κέχλᾱδον]] и part. pf. [[κεχλαδώς|κεχλᾱδώς]]) быть переполненным, клокотать: ἥβᾳ κεχλάδοντες Pind. в полном расцвете юных сил; κεχλαδὼς [[καλλίνικος]] Pind. ликующая песнь победы.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χλάδω:''' ως ενεστ. του <i>κέχλᾱδα</i>, [[αγάλλομαι]], [[τύπος]] παρακ., σε Πίνδ.· [[καλλίνικος]] κεχλᾱδώς, λέγεται για θριαμβευτικό ύμνο· <i>κεχλάδοντας ἥβᾳ</i>, λέγεται για [[δύο]] νεαρούς ήρωες.
|lsmtext='''χλάδω:''' ως ενεστ. του <i>κέχλᾱδα</i>, [[αγάλλομαι]], [[τύπος]] παρακ., σε Πίνδ.· [[καλλίνικος]] κεχλᾱδώς, λέγεται για θριαμβευτικό ύμνο· <i>κεχλάδοντας ἥβᾳ</i>, λέγεται για [[δύο]] νεαρούς ήρωες.
}}
{{elru
|elrutext='''χλάδω:''' (только aor. 2 [[κέχλαδον|κέχλᾱδον]] и part. pf. [[κεχλαδώς|κεχλᾱδώς]]) быть переполненным, клокотать: ἥβᾳ κεχλάδοντες Pind. в полном расцвете юных сил; κεχλαδὼς [[καλλίνικος]] Pind. ликующая песнь победы.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[assumed]] as [[present]] of κέχλαδα to [[exult]], a perf. [[form]] in Pind.; [[καλλίνικος]] κεχλᾱδώς, of a [[triumphal]] [[hymn]], κεχλάδοντας ἥβαι, of [[young]] heroes.
|mdlsjtxt=<br />[[assumed]] as [[present]] of κέχλαδα to [[exult]], a perf. [[form]] in Pind.; [[καλλίνικος]] κεχλᾱδώς, of a [[triumphal]] [[hymn]], κεχλάδοντας ἥβαι, of [[young]] heroes.
}}
}}

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλάδω Medium diacritics: χλάδω Low diacritics: χλάδω Capitals: ΧΛΑΔΩ
Transliteration A: chládō Transliteration B: chladō Transliteration C: chlado Beta Code: xla/dw

English (LSJ)

exult loudly, assumed as pres. of κέχλᾱδα, wh. occurs thrice in Pi., καλλίνικος . . κεχλαδώς, of a triumphal hymn, O.9.2; κεχλάδοντας ἥβα, of two young heroes, P.4.179; κέχλαδεν κρόταλα Dith.Oxy.2.10; Hsch. has κεχληδέναι· ψοφεῖν.

French (Bailly abrégé)

ao.2 κέχλαδον, part. ao.2 κεχλαδώς;
bouillonner.
Étymologie: cf. καχλάζω.

Russian (Dvoretsky)

χλάδω: (только aor. 2 κέχλᾱδον и part. pf. κεχλᾱδώς) быть переполненным, клокотать: ἥβᾳ κεχλάδοντες Pind. в полном расцвете юных сил; κεχλαδὼς καλλίνικος Pind. ликующая песнь победы.

Greek (Liddell-Scott)

χλάδω: παραλαμβάνεται καθ’ ὑπόθεσιν ὡς ἐνεστὼς τοῦ κέχλᾱδα, ὅπερ εἶναι τύπος πρκμ. ἀπαντῶν παρὰ Πινδ.· καλλίνικος .. κεχλαδώς, ἐπὶ θριαμβικοῦ ἐπινικίου ὕμνου, Ο. 9. 4· κεχλάδοντας ἥβᾳ, ἐπὶ δύο νεαρῶν ἡρώων, Π. 4. 319· κέχλαδον κρόταλα Ἀποσπ. 48.
ἔννοια ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις εἶναι ἡ τοῦ χαίρειν, μεγαλοφώνως ἀγάλλεσθαι· ἐν τῷ πρώτῳ καὶ τῷ τρίτῳ χωρίῳ ἡ λέξις ἐμφανῶς ἀναφέρεται εἰς ἤχους ἐκφραστικοὺς χαρᾶς, καὶ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ κεχληδέναι διὰ τοῦ ψοφεῖν· ὁ Buttm. ἀντιλέγει πρὸς ταῦτα, ὁ δὲ Κούρτ. παραβάλλει πρὸς τὴν λέξιν ταύτην τὸ ἐπίθ. χαλᾱρὸς (χλαδρός), καὶ τὸ Σανσκρ. hlâd, hlâd-e (gaudeo). Περὶ τῶν ἀνωμάλων τύπων κεχλάδοντας, κέχλαδον, πρβλ. ἐρρίγοντι, πεφρίκοντας, κεκλήγοντες.

Greek Monolingual

και χλάζω Α
1. φουσκώνω από έπαρση ή από χαρά
2. (για νερό) α) αναβράζω, κοχλάζω
β) (γενικά) θροΐζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστώτα, άγνωστης ετυμολ., τον οποίο υποθέτουμε με βάση τον τ. παρακμ. κέχλᾱδα, καθώς και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. κεχληδέναι
ψοφεῖν, προσλαλεῖν. Η μορφή χλάζω θεωρείται πιθανότερη από ό,τι μια μορφή χλάδω (πρβλ. και τους ενεστ. κρά-ζω, κρί-ζω, που επίσης δηλώνουν ήχους). Ο τ. χλάζω, τέλος, θα μπορούσε να παραβληθεί με τον ενεστ. κα-χλάζω, ο οποίος εμφανίζει επιτατικό ενεστωτικό διπλασιασμό].

Greek Monotonic

χλάδω: ως ενεστ. του κέχλᾱδα, αγάλλομαι, τύπος παρακ., σε Πίνδ.· καλλίνικος κεχλᾱδώς, λέγεται για θριαμβευτικό ύμνο· κεχλάδοντας ἥβᾳ, λέγεται για δύο νεαρούς ήρωες.

Middle Liddell


assumed as present of κέχλαδα to exult, a perf. form in Pind.; καλλίνικος κεχλᾱδώς, of a triumphal hymn, κεχλάδοντας ἥβαι, of young heroes.