ἀντιβλέπω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=regarder en face, dat. <i>ou</i> [[εἰς]], [[πρός]] <i>et l'acc.</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[βλέπω]].
|btext=regarder en face, dat. <i>ou</i> [[εἰς]], [[πρός]] <i>et l'acc.</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[βλέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιβλέπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[смотреть прямо]], [[глядеть в упор]] (τινί Xen., Plut., εἴς τι Xen., τινά Men. и πρός τι Plut., Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[смотреть друг на друга]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιβλέπω:''' μέλ. <i>—βλέψω</i> ή <i>-ομαι</i>, κοιτώ κατευθεία προς, κοιτώ κατά [[πρόσωπο]], με δοτ. προσ., σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντιβλέπω:''' μέλ. <i>—βλέψω</i> ή <i>-ομαι</i>, κοιτώ κατευθεία προς, κοιτώ κατά [[πρόσωπο]], με δοτ. προσ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιβλέπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[смотреть прямо]], [[глядеть в упор]] (τινί Xen., Plut., εἴς τι Xen., τινά Men. и πρός τι Plut., Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[смотреть друг на друга]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[look]] [[straight]] at, [[look]] in the [[face]], c. dat. pers., Xen.
|mdlsjtxt=<br />to [[look]] [[straight]] at, [[look]] in the [[face]], c. dat. pers., Xen.
}}
}}

Revision as of 17:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιβλέπω Medium diacritics: ἀντιβλέπω Low diacritics: αντιβλέπω Capitals: ΑΝΤΙΒΛΕΠΩ
Transliteration A: antiblépō Transliteration B: antiblepō Transliteration C: antivlepo Beta Code: a)ntible/pw

English (LSJ)

fut. -βλέψομαι D.25.98:—look straight at, look in the face, c. dat. pers., τῷ ἐμῷ πατρὶ οὐδ' ἀντιβλέπειν δύναμαι X.HG5.4.27; τοῖς φίλοις Com.Adesp.22.41 D.; εἰς or πρὸς τὸν ἥλιον, X.Mem.4.7.7, Thphr.Sens.18: metaph., πρὸς δωρεὰς βασιλέων Plu.Comp.Dem.Cic.3: c. acc., ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι Men.586: abs., part., ἀντιβλέπουσαι . . αἱ αἶγες facing one another, Arist.HA611a5.

Spanish (DGE)

1 mirar cara a cara c. dat. de pers. τῷ ἐμῷ πατρί X.HG 5.4.27, τοῖς φίλοις Men.Fab.Incert.7.129, c. dat. de cosa λόγχαις X.Smp.2.14, σιδήρῳ Luc.Anach.33
c. πρός y ac. de pers. πρὸς ἕκαστον τούτων D.25.98, c. πρός y ac. de cosa πρὸς τὴν τύχην Plu.2.476e
c. εἰς y ac. de cosa εἰς τὸν ἥλιον X.Mem.4.7.7, Thphr.Sens.18
c. ac. ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι ἀδικῶν Men.Fr.598
abs. οὐκέτι ἀντιβλεπούσας κατακεῖσθαι τὰς αἶγας que las cabras no se tumbasen unas frente a otras Arist.HA 611a4, cf. Pherecr.203B.
2 fig. enfrentarse a, afrontar c. dat. παθήμασιν I.AI 6.10
c. πρός y ac. πρὸς ... τοὺς ἀγῶνας τούτους Chrys.M.52.563
desafiar, oponerse πρὸς δωρεὰς βασιλέων Plu.Comp.Dem.Cic.3, ἀναιδῶς αὐτῷ ἀντιβλέψας Origenes Io.2.14, cf. CPHerm.52.1.27 (III d.C.).
3 fig. ser objeto de comparación ὁ Ἰωβ ... πρὸς Παῦλον ἀντιβλέψαι δυνάμενος διὰ τὴν ὑπομονήν Chrys.M.63.844.

German (Pape)

[Seite 250] entgegen-, gerade ansehen, τινί Xen. Cyr. 3, 1, 23 Hell. 5, 4, 27; τινά Men. Stob. Floril. 70, 49; εἴς τι Xen. Mem. 4, 7, 7; πρός τι Plut. Pomp. 69; – med.ποίοις προσώποις πρὸς ἕκαστον ἀντιβλέψεσθε Dem. 25, 98, Bekk. ἀντιβλέψετε.

French (Bailly abrégé)

regarder en face, dat. ou εἰς, πρός et l'acc..
Étymologie: ἀντί, βλέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιβλέπω:
1) смотреть прямо, глядеть в упор (τινί Xen., Plut., εἴς τι Xen., τινά Men. и πρός τι Plut., Luc.);
2) смотреть друг на друга Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιβλέπω: μέλλ. -βλέψω, Δημ. 799. 24 (μετὰ διαφόρου γραφ. βλέψεσθε ἐσφαλμ., διότι ἀμέσως ἀνωτέρω ἀπαντᾷ ἄλλος ἁπλοῦς τύπος βλέψονται: - βλέπω κατ’ εὐθείαν πρός τινα, βλέπω κατὰ πρόσωπον, μετὰ δοτ. προσ., τῷ ἐμῷ πατρὶ οὐδ. ἀντιβλέπειν δύναμαι Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 27· εἰς ἢ πρὸς τὸν ἥλιον ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 7, 7, Θεοφρ. Ἀποσπ. 1. 18: - μετ’ αἰτ. ἀντιβλέπειν ἐκεῖνον οὐ δυνήσομαι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 59: μετοχ., ἀντιβλέπουσαι ... αἱ αἶγες, βλέπουσαι πρὸς ἀλλήλας, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 5. - Ρηματ. ἐπίθ. ἀντιβλεπτέον, μοι πρός τι Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκωμ. 17.

Greek Monolingual

ἀντιβλέπω)
βλέπω κατευθείαν, βλέπω κατάματα κάποιον.

Greek Monotonic

ἀντιβλέπω: μέλ. —βλέψω ή -ομαι, κοιτώ κατευθεία προς, κοιτώ κατά πρόσωπο, με δοτ. προσ., σε Ξεν.

Middle Liddell


to look straight at, look in the face, c. dat. pers., Xen.