ἀπλάνητος: Difference between revisions
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἀπλανής]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἀπλανής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπλάνητος:''' Babr. = [[ἀπλανής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπλάνητος:''' -ον, αυτός που δεν μπορεί να περιπλανηθεί ή να παραπλανηθεί, να εξαπατηθεί, σε Βάβρ. | |lsmtext='''ἀπλάνητος:''' -ον, αυτός που δεν μπορεί να περιπλανηθεί ή να παραπλανηθεί, να εξαπατηθεί, σε Βάβρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=that cannot go [[astray]], Babr. | |mdlsjtxt=that cannot go [[astray]], Babr. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, that cannot go astray or err, LXX Jb.12.20, Babr.50.20, POxy.237 vi30 (ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
que no puede errar, infalible σοφὸν τὸ θεῖον κἀπλάνητον Babr.50.21, ὁ ἀ. αἰών PLond.46.467 (IV d.C.), cf. POxy.237.6.30 (II d.C.), Sm.Ib.12.20, BCH 18.21.
German (Pape)
[Seite 292] = ἀπλανής, Clem. Al.; Schol. Soph. O. R. 472 unoerirrt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀπλανής.
Russian (Dvoretsky)
ἀπλάνητος: Babr. = ἀπλανής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπλάνητος: -ον, ὁ μὴ παραπλανώμενος ἢ ἀπατώμενος, Βαρβ. 50, 20, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἀπλάνητος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να πλανηθεί.
Greek Monotonic
ἀπλάνητος: -ον, αυτός που δεν μπορεί να περιπλανηθεί ή να παραπλανηθεί, να εξαπατηθεί, σε Βάβρ.
Middle Liddell
that cannot go astray, Babr.