ἀπωστός: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> repoussé, chassé de, gén.;<br /><b>2</b> qui ne peut être repoussé <i>ou</i> chassé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπωθέω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> repoussé, chassé de, gén.;<br /><b>2</b> qui ne peut être repoussé <i>ou</i> chassé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπωθέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπωστός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[изгнанный]] (γῆς Her., Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[отогнанный]]: οὐκ ἀπωστοὶ ἔσονται Her. их нельзя будет отогнать.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπωστός:''' -ή, -όν ([[ἀπωθέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει εκδιωχθεί ή απελαθεί από έναν [[τόπο]], με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να εκδιώξει, να εκτοπίσει, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀπωστός:''' -ή, -όν ([[ἀπωθέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει εκδιωχθεί ή απελαθεί από έναν [[τόπο]], με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να εκδιώξει, να εκτοπίσει, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπωστός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[изгнанный]] (γῆς Her., Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[отогнанный]]: οὐκ ἀπωστοὶ ἔσονται Her. их нельзя будет отогнать.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀπωθέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[thrust]] or driven [[away]] from a [[place]], c. gen., Hdt., Soph.<br /><b class="num">II.</b> that can be driven [[away]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[ἀπωθέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[thrust]] or driven [[away]] from a [[place]], c. gen., Hdt., Soph.<br /><b class="num">II.</b> that can be driven [[away]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 18:18, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπωστός Medium diacritics: ἀπωστός Low diacritics: απωστός Capitals: ΑΠΩΣΤΟΣ
Transliteration A: apōstós Transliteration B: apōstos Transliteration C: apostos Beta Code: a)pwsto/s

English (LSJ)

ή, όν, A thrust or driven away from, τῆς ἑωυτοῦ (sc. γῆς) Hdt.6.5, cf. S.Aj.1019. II that can be driven away, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Hdt.1.71.

Spanish (DGE)

-όν
echado, expulsado τῆς ἑωυτοῦ (γῆς) Hdt.6.5, cf. 1.71, S.Ai.1019, ὑπ' αὐτῶν ἐκ τοῦ βίου Fauorin.Fr.17, ἀπωστός· φυγάς Hsch.

German (Pape)

[Seite 342] weggestoßen, vertrieben, γῆς Soph. Ant. 978.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 repoussé, chassé de, gén.;
2 qui ne peut être repoussé ou chassé.
Étymologie: ἀπωθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπωστός:
1) изгнанный (γῆς Her., Soph.);
2) отогнанный: οὐκ ἀπωστοὶ ἔσονται Her. их нельзя будет отогнать.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπωστός: -ή, -όν, ὁ ἀπελαθεὶς ἀπό τινος μέρους, «ἐκδεδιωγμένος» (Σουΐδ), τῆς ἑωυτοῦ (ἐνν. γῆς) Ἡρόδ. 6. 5, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1019· «ἀπωστός· φυγὰς» Ἡσύχ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀπελάσῃ, νὰ ἀποδιώξῃ, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Ἡρόδ. 1. 71.

Greek Monolingual

βλ. απωθώ.

Greek Monotonic

ἀπωστός: -ή, -όν (ἀπωθέω),
I. αυτός που έχει εκδιωχθεί ή απελαθεί από έναν τόπο, με γεν., σε Ηρόδ., Σοφ.
II. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εκδιώξει, να εκτοπίσει, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἀπωθέω
I. thrust or driven away from a place, c. gen., Hdt., Soph.
II. that can be driven away, Hdt.