ἀστακός: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />homard, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ἀστράγαλος]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />homard, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ἀστράγαλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστᾰκός:''' ὁ [[морской рак]], [[омар]] (Homarus или [[Astacus]] [[marinus]]) Arst.: ὁ ἐν ποταμοῖς ἀ. Arst. речной рак.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀστακός]])<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] γενών και ειδών των Δεκάποδων Καρκινοειδών<br />κύρια χαρακτηριστικά τους [[είναι]] ο [[δύσκαμπτος]] και μεταμερισμένος [[εξωσκελετός]] τους, [[πέντε]] ζεύγη ποδιών (ένα έως δύο από τα οποία τροποποιούνται [[συχνά]] σε λαβίδες), ζεύγη κολυμβητικών ποδιών στην [[κοιλιά]] και πτερυγιόμορφη [[ουρά]]<br /><b>2.</b> επιστημονική [[ονομασία]] της καραβίδας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κόκκινος]] σαν [[αστακός]]» — για άνθρωπο που κοκκινίζει από [[οργή]] ή [[αμηχανία]]<br />β) «αρματωμένος σαν [[αστακός]]» — [[πάνοπλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[κοίλο]] [[μέρος]] του αφτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οστα</i>-<i>κός</i> (<i>οστά</i>), με προληπτική [[αφομοίωση]] το <i>ο</i>- σε <i>α</i>-, <span style="color: red;"><</span> <b>(ΙΕ.)</b> <i>osthn</i>-<i>qό</i>-<i>s</i>, αρχαίο παράγωγο σε -<i>κ</i> ερρίνου θεμ. σε -<i>n</i>, το οποίο απαντά στη γεν. <i>asthn</i>-<i>ah</i> του αρχ. ινδ. <i>άsthi</i> ([[πρβλ]]. <i>οστούν</i>) [[καθώς]] και στο αρχ. ινδ. σύνθετο <i>an</i>-<i>astha</i>-<i>ka</i>- «[[χωρίς]] κόκαλα». Ο τ. συν δέεται σημασιολογικά με το μσν. ινδ. <i>atthi</i> -<i>taco</i> («[[κάβουρας]]») <span style="color: red;"><</span> <i>asthi</i>-<i>tvacas</i>- «αυτός που περιέχει [[γύρω]] από τα κόκαλα μεμβράνη». Τέλος, με τον όρο [[αστακός]] (αττ. [[οστακός]]) χαρακτηρίζεται το ζώο το γεμάτο κόκαλα ή το σκληρό όπως τα κόκαλα].
|mltxt=ο (AM [[ἀστακός]])<br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] γενών και ειδών των Δεκάποδων Καρκινοειδών<br />κύρια χαρακτηριστικά τους [[είναι]] ο [[δύσκαμπτος]] και μεταμερισμένος [[εξωσκελετός]] τους, [[πέντε]] ζεύγη ποδιών (ένα έως δύο από τα οποία τροποποιούνται [[συχνά]] σε λαβίδες), ζεύγη κολυμβητικών ποδιών στην [[κοιλιά]] και πτερυγιόμορφη [[ουρά]]<br /><b>2.</b> επιστημονική [[ονομασία]] της καραβίδας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κόκκινος]] σαν [[αστακός]]» — για άνθρωπο που κοκκινίζει από [[οργή]] ή [[αμηχανία]]<br />β) «αρματωμένος σαν [[αστακός]]» — [[πάνοπλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[κοίλο]] [[μέρος]] του αφτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οστα</i>-<i>κός</i> (<i>οστά</i>), με προληπτική [[αφομοίωση]] το <i>ο</i>- σε <i>α</i>-, <span style="color: red;"><</span> <b>(ΙΕ.)</b> <i>osthn</i>-<i>qό</i>-<i>s</i>, αρχαίο παράγωγο σε -<i>κ</i> ερρίνου θεμ. σε -<i>n</i>, το οποίο απαντά στη γεν. <i>asthn</i>-<i>ah</i> του αρχ. ινδ. <i>άsthi</i> ([[πρβλ]]. <i>οστούν</i>) [[καθώς]] και στο αρχ. ινδ. σύνθετο <i>an</i>-<i>astha</i>-<i>ka</i>- «[[χωρίς]] κόκαλα». Ο τ. συν δέεται σημασιολογικά με το μσν. ινδ. <i>atthi</i> -<i>taco</i> («[[κάβουρας]]») <span style="color: red;"><</span> <i>asthi</i>-<i>tvacas</i>- «αυτός που περιέχει [[γύρω]] από τα κόκαλα μεμβράνη». Τέλος, με τον όρο [[αστακός]] (αττ. [[οστακός]]) χαρακτηρίζεται το ζώο το γεμάτο κόκαλα ή το σκληρό όπως τα κόκαλα].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστᾰκός:''' ὁ [[морской рак]], [[омар]] (Homarus или [[Astacus]] [[marinus]]) Arst.: ὁ ἐν ποταμοῖς ἀ. Arst. речной рак.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 18:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστακός Medium diacritics: ἀστακός Low diacritics: αστακός Capitals: ΑΣΤΑΚΟΣ
Transliteration A: astakós Transliteration B: astakos Transliteration C: astakos Beta Code: a)stako/s

English (LSJ)

ὁ, A the smooth lobster, Philyll.13, Arist.HA526a11, 549b14, Matro Conv.66, Archestr.Fr.24.1; ὁ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἀστακός the river crayfish, Arist.HA530a28. II hollow of the ear, Poll.2.85. (By assimilation from ὀστακός, the Att. form acc. to Ath.3.105b.)

Spanish (DGE)

(ἀστᾰκός) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): ὀστακός Ath.105b, Eun.Hist.55
I zool.
1 bogavante, Hommarus gammarus o langosta, Palinurus vulgaris Hp.Epid.7.82, Philyll.12, Epich.21, 100, descrito en Arist.HA 526a11, cf. 525b11, 549b14, PA 683b27, Matro SHell.534.66, Archestr.SHell.155.1, Thphr.Fr.177, Gal.6.735, Poll.6.47, Opp.H.1.261, C.2.392, Orib.2.54.1.
2 ὁ ἐν ποταμοῖς ἀστακός = cangrejo de río, Astacus fluuiatilis Arist.HA 530a28.
II concavidad de la oreja Poll.2.85.
• Etimología: Puede tratarse de una asimilación del át. ὀσταχός o bien de un grado ø *°H3st- de la raíz *H3est- ‘hueso’ c. un alarg. gutural, como ὄστρακον; cf. ὀστέον, ai. asthi, het. ḫastai.

German (Pape)

[Seite 374] ὁ, eine Krebsart, Arist. H. A. 4, 2; Matron bei Ath. IV, 136 a.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
homard, poisson.
Étymologie: DELG cf. ἀστράγαλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀστᾰκός:морской рак, омар (Homarus или Astacus marinus) Arst.: ὁ ἐν ποταμοῖς ἀ. Arst. речной рак.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστακός: ὁ, ὁ κοινῶς λεγόμενος, «’στακός», Λατ. gammaruscammarus, Ἀθήν. 86Ε (Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσι» 1), Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 2., 5. 17, 8· γράφεται δὲ καὶ ὀστακός, Ἀριστομένης ἐν «Γόησιν» 2· ὁ ἐν τοῖς ποταμοῖς ἀστακός, ἡ «καραβίδα», Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 35· ἴδε Sturz Μακεδ. Διάλ. σ. 70. ΙΙ. τὸ κοῖλον τοῦ ὠτός, Πολυδ. Β΄, 85.

Greek Monolingual

ο (AM ἀστακός)
1. κοινή ονομασία γενών και ειδών των Δεκάποδων Καρκινοειδών
κύρια χαρακτηριστικά τους είναι ο δύσκαμπτος και μεταμερισμένος εξωσκελετός τους, πέντε ζεύγη ποδιών (ένα έως δύο από τα οποία τροποποιούνται συχνά σε λαβίδες), ζεύγη κολυμβητικών ποδιών στην κοιλιά και πτερυγιόμορφη ουρά
2. επιστημονική ονομασία της καραβίδας
3. φρ. α) «κόκκινος σαν αστακός» — για άνθρωπο που κοκκινίζει από οργή ή αμηχανία
β) «αρματωμένος σαν αστακός» — πάνοπλος
αρχ.
το κοίλο μέρος του αφτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οστα-κός (οστά), με προληπτική αφομοίωση το ο- σε α-, < (ΙΕ.) osthn--s, αρχαίο παράγωγο σε -κ ερρίνου θεμ. σε -n, το οποίο απαντά στη γεν. asthn-ah του αρχ. ινδ. άsthi (πρβλ. οστούν) καθώς και στο αρχ. ινδ. σύνθετο an-astha-ka- «χωρίς κόκαλα». Ο τ. συν δέεται σημασιολογικά με το μσν. ινδ. atthi -tacoκάβουρας») < asthi-tvacas- «αυτός που περιέχει γύρω από τα κόκαλα μεμβράνη». Τέλος, με τον όρο αστακός (αττ. οστακός) χαρακτηρίζεται το ζώο το γεμάτο κόκαλα ή το σκληρό όπως τα κόκαλα].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: 1. the smooth lobster (Philyll.), 2. hollow of the ear (Poll.).
Other forms: ὀστακός (Aristom.; acc. to Ath. 3, 105b Attic)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Generally seen as with bones, a k-derivation of the n-stem in Skt. asthán-, asthn- (nom. ásthi, s. ὀστέον); so *ostn̥-kó-s. One compared Skt. an-ástha + ka- without bones, but this is irrelevant: it is a Sanskrit compound with a suffix productive in that language. Nor does MInd. aṭṭhi-taco lobster < *asthi-tvacas- with bony skin prove anything for Greek. The etymology dates from the time that a Greek word had to be IE. The formation is unparallelled, the assimilation not very probable (beside ὀστέον). Rather a substr. word with α/ο-. Fur. 137 etc. - Cf. ὀστέον and ἀστράγαλος, ὄστρακον.

Frisk Etymology German

ἀστακός: {astakós}
Grammar: m.
Meaning: Meerkrebs (Philyll., Arist. usw.).
Derivative: Daneben ὀστακός (Aristom. u. a.; nach Ath. 3, 105b attisch), woraus ἀστακός durch Vokalassimilation (J. Schmidt KZ 32, 390).
Etymology: Eig. "mit Knochen versehen, Knochentier", alte κ-Ableitung des in ai. asthán-, asthn- (z. B. Gen. asthn-áḥ) vorliegenden n-Stammes (Nom. ásthi, vgl. ὀστέον). Idg. Grundform wäre somit *osthn̥--s. Dasselbe Suffix erscheint als kompositionelles Element im aind. Bahuvrihi an-ástha + ka- ohne Knochen. Zur Bedeutung vgl. mind. aṭṭhi-taco Krebs aus *asthi-tvacas- knochenhäutig (Schulze KZ 43, 380 = Kl. Schr. 376 m. Lit.). — Vgl. außer ὀστέον auch ἀστράγαλος, ὄστρακον.
Page 1,169

Translations

Abenaki: sôga; Afrikaans: kreef; Albanian: karavidhe, gaforre; Arabic: كَرْكَنْد‎; Armenian: օմար; Assamese: ডাঙৰ মিছামাছ; Asturian: llocántaru; Azerbaijani: xərçəng, omar; Basque: otarraina; Belarusian: амар; Bengali: গলদা; Bonggi: kulakng; Breton: legestr; Bulgarian: омар; Burmese: ပုဇွန်ထုတ်ကြီး; Catalan: llagosta, llamàntol, escamarlà; Cebuano: banagan; Chinese Cantonese: 龍蝦, 龙虾; Mandarin: 龍蝦, 龙虾; Wu: 龍蝦, 龙虾; Cornish: legest; Corsican: gàmbaru; Czech: humr; Danish: hummer; Dhivehi: އިހި‎; Dupaningan Agta: lobugen; Dutch: zeekreeft, kreeft, hommer; Esperanto: omaro; Estonian: homaar; Faroese: hummari; Finnish: hummeri; French: homard; Galician: lumbrigante, lubrigante, lagosta; Georgian: ასთაკვი, კიბო, ლობსტერი; German: Hummer; Greek: αστακός; Ancient Greek: ἀστακός, ὀστακός, κάμμαρος, καμμαρίς; Guaraní: tuku; Haitian Creole: oma; Hawaiian: ula; Hebrew: סַרְטַן־יָם‎; Hiligaynon: karitot, kiritot, lukon; Hindi: झींगा मछली, लॉब्स्टर; Hungarian: homár; Icelandic: humar; Ido: homardo; Indonesian: udang laut, lobster; Interlingua: homaro; Irish: gliomach; Italian: astice, aragosta, gambero di mare, lupicante; Japanese: 伊勢海老, イセエビ, ロブスター; Kazakh: омар; Khmer: បង្កងសមុទ្រ, បង្កងសៅទាវ; Korean: 가재, 바닷가재; Kyrgyz: омар; Lao: ກຸ້ງໃຫຍ່, ໂກ່ມ; Latin: cammarus, astacus; Latvian: omārs; Lithuanian: omaras; Luxembourgish: Homard, Hummer; Macedonian: јастог; Malay: udang kara; Maltese: awwista; Manx: gimmagh; Maranao: odang; Mi'kmaq: jagej anim; Middle English: loppestere; Navajo: tónteel chʼoshtsoh bíláshgaantsohí; Norman: honmard; Northern Norwegian Bokmål: hummer; Occitan: ligombau; Persian: خرچنگ دریایی‎, روبیان‎; Plautdietsch: Humma; Polish: homar; Portuguese: lagosta; Romanian: homar; Russian: омар, лобстер; Scots: lapster; Scottish Gaelic: giomach; Serbo-Croatian Cyrillic: ја̏стог, хла̑п; Roman: jȁstog, hlȃp; Slovak: morský rak; Slovene: jástog; Somali: argoosto, xayawaan; Spanish: langosta, bogavante; Swedish: hummer; Tagalog: ulang; Tajik: харчанги баҳрӣ; Thai: กุ้งมังกร, ล็อบสเตอร์; Tongan: uo; Turkish: ıstakoz; Turkmen: omar; Ukrainian: омар; Urdu: لابسٹر‎; Uyghur: چوڭ راك‎; Uzbek: omar; Vietnamese: tôm hùm, tôm rồng; Volapük: humar; Waray-Waray: banagan; Welsh: cimwch, cimychiaid; West Zhuang: duzlungzyah