ἐξανδραποδίζω: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=réduire en servitude, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνδραποδίζω]]. | |btext=réduire en servitude, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀνδραποδίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξανδρᾰποδίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> преимущ. med. обращать в рабство, порабощать (πόλιν Her., Xen., Arst., Plut.; τινά Her., Plat., Plut.); pass. быть обращаемым в рабство Her., Dem., Luc., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> med. [[захватывать]], [[грабить]] (πάντων τῶν τεθνεώτων τοὺς βίους Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξανδρᾰποδίζω:''' και στη Μέσ. ἐξανδραποδίζομαι, σε μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] σε απόλυτη [[σκλαβιά]], [[υποδουλώνω]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης ως Παθ., σε Ηρόδ., Δημ. | |lsmtext='''ἐξανδρᾰποδίζω:''' και στη Μέσ. ἐξανδραποδίζομαι, σε μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] σε απόλυτη [[σκλαβιά]], [[υποδουλώνω]], σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίσης ως Παθ., σε Ηρόδ., Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Mid. ἐξανδραποδίζομαι fut. [[attic]] -ιοῦμαι<br /><b class="num">I.</b> to [[reduce]] to [[utter]] [[slavery]], Hdt., Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> also as Pass., Hdt., Dem. | |mdlsjtxt=Mid. ἐξανδραποδίζομαι fut. [[attic]] -ιοῦμαι<br /><b class="num">I.</b> to [[reduce]] to [[utter]] [[slavery]], Hdt., Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> also as Pass., Hdt., Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 3 October 2022
English (LSJ)
enslave, reduce to slavery, reduce to utter slavery, Ἀθήνας Hdt.6.94, cf. X. HG2.1.15:—mostly in Med. ἐξανδραποδίζομαι = be reduced to slavery, be reduced to utter slavery, be enslaved, τοὺς Τεγεήτας Hdt.1.66, cf. And.4.22, X.HG2.2.16, etc.; τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσατο τοὺς βίους confiscate the substance of the deceased, Plb.32.5.11.—The Att. fut. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ion. ἐξανδραποδιεῦμαι, which is mostly trans. (as in Hdt.1.66), takes a pass. sense in Id.6.9: so aor. 1 ἐξηνδραποδίσθην ib.108, D.50.4: pf. part. ἐξηνδραποδισμένος Plu.Ant.3, Luc.Cal.19.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. contr. -ιῶ Lib.Decl.13.1.41, Thdt.Qu.in Id.7 (p.293), Procop.Aed.4.1.34, pero -ίσω Thdt.M.81.1069B, med. jón. -ιεῦμαι Hdt.6.9]
1 c. ac. de ciudades y pers. esclavizar Ἀθήνας Hdt.6.94, πόλεις I.AI 14.275, cf. X.HG 2.1.15, en v. pas. ἑσσωθέντες τῇ μάχῃ ἐξανδραποδιεῦνται Hdt.6.9, Τῆνος ... ὑπ' Ἀλεξάνδρου ἐξηνδραποδίσθη D.50.4, cf. Isoc.14.32, πόλιν ... ἐξανδραποδισθεῖσαν IOropos 307.21 (II a.C.)
•en v. med. mismo sent. ἐξανδραποιούμενοι τοὺς Τεγεήτας Hdt.1.66, τύραννοι ... πόλεις χρημάτων ἕνεκα ἐξανδραποδίζονται X.Smp.4.36, cf. Plb.9.39.2, Polyaen.5.15.1, Ἀμισὸν ... ἐξηνδραπόδιστο App.BC 2.91
•fig. hacer esclavo, someter Ἄρειος ... ἐξηνδραπόδιζεν ὅσους ἴσχυεν Thdt.HE 1.2.11, ψυχάς Thdt.Qu.in Id.7 (p.293)
•en v. med. mismo sent. δαίμονες πονηροὶ τὰς ψυχὰς ... ἐξηνδραποδίζοντο Eus.Is.61.8, c. dat. instrum. πᾶν τὸ θνητὸν γένος μηχαναῖς πολυθέου κακίας ἐξηνδραποδίζοντο Eus.LC 7 (p.212).
2 c. ac. de cosa, en v. med. confiscar, apoderarse de τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσατο τοὺς βίους confiscó la propiedad de los que habían muerto Plb.32.5.11.
German (Pape)
[Seite 868] in Knechtschaft bringen, unterjochen; Ἀθήνας Her. 6, 94; Xen. Hell. 2, 1, 15; häufiger im med., sich unterjochen, zu Sklaven machen, Her. 1, 66 u. oft; Xen. Hell. 2, 2, 16; Plat. Legg. III, 698 c u. Redner; allgemein, rauben, τοὺς βίους τῶν τεθνεώτων Pol. 32, 21, 11; – das fut. ἐξανδραποδιοῦμαι, sonst act., z. B. Her. 1, 66, steht in passiver Bdtg, 6, 99.
French (Bailly abrégé)
réduire en servitude, acc..
Étymologie: ἐξ, ἀνδραποδίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανδρᾰποδίζω:
1) преимущ. med. обращать в рабство, порабощать (πόλιν Her., Xen., Arst., Plut.; τινά Her., Plat., Plut.); pass. быть обращаемым в рабство Her., Dem., Luc., Plut.;
2) med. захватывать, грабить (πάντων τῶν τεθνεώτων τοὺς βίους Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανδραποδίζω: Ἡρόδ. 6. 94, Ξεν. Ἑλλην. 2. 1, 15, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐξανδραποδίζομαι, Ἡρόδ., κλ. Ἀνδραποδίζω ἐντελῶς, ὑποδουλώνω, Ἀθήνας Ἡρόδ. 6. 94· τοὺς Τεγεήτας ὁ αὐτ. 1. 66, κτλ.· οὕτω καὶ ἐν Ἀνδοκ. 32. 6, Ξεν. κλ.· τῶν τεθνεώτων ἐξανδ. τοὺς βίους, δημεύειν τὰς περιουσίας τῶν ἀποθανόντων, Πολύβ. 32. 21, 11: - πρβλ. ἀνδραποδίζω. Ὁ Ἀττ. μέλλ. ἐξανδραποδιοῦμαι, Ἰων. -ιεῦμαι, ὅστις κατὰ τὸ πλεῖστον εἶναι μεταβατ. (ὡς ἐν Ἡροδ. 1. 66) λαμβάνει παθ. σημ. ἐν 6. 9: οὕτως ἀόρ. α΄ ἐξηνδραποδίσθην αὐτόθι 108, Δημ. 1207. 18· μετοχ. πρκμ. ἐξηνδραποδισμένος Λουκ. π. Διαβολ. 19.
Greek Monolingual
(Α ἐξανδραποδίζω) ανδραποδίζω
(για ανθρ. ή πολιτείες) κάνω κάποιον ανδράποδο, υποδουλώνω, υποτάσσω («ἀπέπεμπε ἐξανδραποδίσαντας Ἀθήνας», Ηρόδ.)
αρχ.
αρπάζω, σφετερίζομαι, δημεύω («καὶ πάντων τῶν τεθνεώτων ἐξηνδραποδίσαντο τοὺς βίους», Πολ.).
Greek Monotonic
ἐξανδρᾰποδίζω: και στη Μέσ. ἐξανδραποδίζομαι, σε μέλ. Αττ. -ιοῦμαι,
I. οδηγώ σε απόλυτη σκλαβιά, υποδουλώνω, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
II. επίσης ως Παθ., σε Ηρόδ., Δημ.
Middle Liddell
Mid. ἐξανδραποδίζομαι fut. attic -ιοῦμαι
I. to reduce to utter slavery, Hdt., Xen., etc.
II. also as Pass., Hdt., Dem.