ἑφθός: Difference between revisions
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />cuit, bouilli.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἕψω]]. | |btext=ή, όν :<br />cuit, bouilli.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἕψω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑφθός:''' [adj. verb. к [[ἕψω]]<br /><b class="num">1)</b> [[вареный]] (ὄρνιθες ἢ ἰχθύες Her.; τὰ ἐκ λέβητος ἑφθά Eur.; κριθαί Arst.; [[ἀλεκτρυών]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[переваренный]], [[кипяченый]] ([[ὕδωρ]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[очищенный плавкой]], т. е. [[чистый]] ([[χρυσός]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑφθός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἕψω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[βραστός]], παρασκευασμένος για [[τροφή]], μαγειρεμένος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ἑφθὸς [[χρυσός]], [[καθαρός]] [[χρυσός]], σε Σιμων. | |lsmtext='''ἑφθός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἕψω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[βραστός]], παρασκευασμένος για [[τροφή]], μαγειρεμένος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ἑφθὸς [[χρυσός]], [[καθαρός]] [[χρυσός]], σε Σιμων. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, verb. Adj. of ἕψω,
A boiled, of meat or fish, Hdt.2.77, Hp.VM13, E.Cyc.246, Ar.Pax717, Ecphantid.1, Pl.R.404c, etc.; of vegetables, Antiph.6; of water, Arist.Mete.380b10; of a hot bath, ἑφθόν [με] . . πεποίηκεν Antiph.245.
2 ἑφθὸς χρυσός = refined gold, Simon.64.
II metaph., languid, unnerved, Hp.Epid.4.16.
German (Pape)
[Seite 1118] adj. verb. zu ἕψω, gekocht; Eur. Cycl. 246; Her. 2, 77; Plat. Rep. III, 404 c u. Folgde; übertr., matt, entkräftet, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
cuit, bouilli.
Étymologie: adj. verb. de ἕψω.
Russian (Dvoretsky)
ἑφθός: [adj. verb. к ἕψω
1) вареный (ὄρνιθες ἢ ἰχθύες Her.; τὰ ἐκ λέβητος ἑφθά Eur.; κριθαί Arst.; ἀλεκτρυών Plut.);
2) переваренный, кипяченый (ὕδωρ Arst.);
3) очищенный плавкой, т. е. чистый (χρυσός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑφθός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἕψω, βραστός, παρεσκευασμένος πρὸς τροφήν, μεμαγειρευμένος, ἐπὶ κρέατος καὶ ἰχθύος, Ἡροδ. 2. 77, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Εὐρ. Κύκλ. 246, Ἀριστοφ. Εὐρ. 717, Ἐκφαντίδης ἐν «Σατύροις» 1, Πλάτ. Πολ. 404C, κτλ.· ἐπὶ λαχάνων, κραμβίδιον ἑφθὸν χάριεν ἀστεῖον πάνυ Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκοις» 6· ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ, Μετεωρ. 4. 3. 8· ἐπὶ θερμοῦ λουτροῦ, ἑφθόν με πεποίηκεν Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 9. 2) ἑφθὸς χρυσὸς καθαρὸς χρυσός, Σιμωνίδ. 64. ΙΙ. μεταφ., χαλαρός, ἐκνενευρισμένος, νωθρός, Ἱππ. 1225Ε· καὶ οὕτω τὸ οὐσιαστ. ἑφθότης, ητος, ἡ, νωθρότης, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392.
Greek Monolingual
ἑφθός, -ή, -ὸν (Α)
1. (για κρέας ή ψάρια και για λαχανικά) μαγειρεμένος, βρασμένος
2. (για νερό) πολύ ζεστός, ζεματιστός
3. (για πολύτιμο μέταλλο) καθαρός, καλός
4. χαλαρός, εξασθενημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἑψ-τός (< ἕψω) με μετατροπή τών -π- (του ψ) και -τ- σε -φ- και -θ- υπό την επίδραση του -σ- (του -ψ-). Πρβλ. εξ-τός «εκτός» > εχθός].
Greek Monotonic
ἑφθός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἕψω·
1. βραστός, παρασκευασμένος για τροφή, μαγειρεμένος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
2. ἑφθὸς χρυσός, καθαρός χρυσός, σε Σιμων.
Middle Liddell
ἑφθός, ή, όν verb. adj. of ἕψω
1. boiled, dressed, Hdt., Eur., etc.
2. ἑφθὸς χρυσός refined gold, Simon.