ἰόεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ἰόεσσα, ἰόεν;<br /><i>c.</i> [[ἰοειδής]]¹.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]].
|btext=<span class="bld">1</span>ἰόεσσα, ἰόεν;<br /><i>c.</i> [[ἰοειδής]]¹.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰόεις:''' ἰόεσσα, ἰόεν [[ἴον]] темно-синий, темный ([[σίδηρος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰόεις:''' -εσσα[ῐ], -εν ([[ἴον]]), αυτός που έχει βιολετί [[χρώμα]], [[μελανός]], [[σκουρόχρωμος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἰόεις:''' -εσσα[ῐ], -εν ([[ἴον]]), αυτός που έχει βιολετί [[χρώμα]], [[μελανός]], [[σκουρόχρωμος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰόεις:''' ἰόεσσα, ἰόεν [[ἴον]] темно-синий, темный ([[σίδηρος]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰόεις]], εσσα, εν [ἴον]<br />[[violet]]-coloured, [[dark]], Il.
|mdlsjtxt=[[ἰόεις]], εσσα, εν [ἴον]<br />[[violet]]-coloured, [[dark]], Il.
}}
}}

Revision as of 21:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόεις Medium diacritics: ἰόεις Low diacritics: ιόεις Capitals: ΙΟΕΙΣ
Transliteration A: ióeis Transliteration B: ioeis Transliteration C: ioeis Beta Code: i)o/eis

English (LSJ)

[ῐ], εσα, εν, (ἴον) A violet-coloured, dark, ἰόεντα σίδηρον Il.23.850, cf. Phoronis Fr.2, Q.S.6.48; ἰόεντα θάλασσαν Nic.Al.171. II ἰόεις, (ἰός B) poisonous, ἄκανθαι Androm. ap. Gal.14.38 [who makes ῐ short; cf. foreg.11].

German (Pape)

[Seite 1256] εσσα, εν, so heißt Il. 23, 850 das Eisen, τοξευτῇσι τίθει ἰόεντα σίδηρον, was auf die Farbe bezogen wird, = ἰοειδής, wie Nic. Al. 171 ἰόεντα θάλασσαν sagt, od. "rostig", od. "zu Pfeilen (ἰός) "tauglich" erklärt wird (εἰς ἰοὺς εὐθετοῦντα, εἰς βελῶν ἐργασίαν ἐπιτήδειον), wogegen die Kürze des ι spricht, wenn nicht per synizesin ἰόεντα dreisylbig wird, wie φοινικόεσσα, λωτεῦντα.

French (Bailly abrégé)

1ἰόεσσα, ἰόεν;
c. ἰοειδής¹.
Étymologie: ἴον.

Russian (Dvoretsky)

ἰόεις: ἰόεσσα, ἰόεν ἴον темно-синий, темный (σίδηρος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰόεις: εσσα, εν, (ἴον) ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ἴου, μέλας, ἰόεντα σίδηρον Ἰλ. Ψ. 850· ἰόεντα θάλασσαν Νικ. Ἀλ. 171.

English (Autenrieth)

εσσα (ϝίον) = ἰοειδής, of iron, Il. 23.850†.

Greek Monolingual

(I)
ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) ίον
αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ιώδης, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.).
(II)
ἰόεις, -εσσα, -εν (Α) [ιός (III)]
ιοειδής (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός, («ἰόεσσαι ἄκανθαι», Γαλ.).

Greek Monotonic

ἰόεις: -εσσα[ῐ], -εν (ἴον), αυτός που έχει βιολετί χρώμα, μελανός, σκουρόχρωμος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἰόεις, εσσα, εν [ἴον]
violet-coloured, dark, Il.