ὑληκοίτης: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui habite dans les bois.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[κοίτη]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui habite dans les bois.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[κοίτη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑληκοίτης:''' ου (ῡ) ὁ обитатель леса Hes.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑληκοίτης:''' -ου, ὁ, αυτός που στεγάζεται στα δάση, στις λόχμες, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ὑληκοίτης:''' -ου, ὁ, αυτός που στεγάζεται στα δάση, στις λόχμες, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑληκοίτης:''' ου (ῡ) ὁ обитатель леса Hes.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑλη-κοίτης, ου, ὁ,<br />one who lodges in the [[wood]], Hes.
|mdlsjtxt=ὑλη-κοίτης, ου, ὁ,<br />one who lodges in the [[wood]], Hes.
}}
}}

Revision as of 21:51, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑληκοίτης Medium diacritics: ὑληκοίτης Low diacritics: υληκοίτης Capitals: ΥΛΗΚΟΙΤΗΣ
Transliteration A: hylēkoítēs Transliteration B: hylēkoitēs Transliteration C: ylikoitis Beta Code: u(lhkoi/ths

English (LSJ)

[ῡ], ου, ὁ, one who lodges in the wood, Hes.Op.529.

German (Pape)

[Seite 1177] ὁ, der Waldlagerer, Waldbewohner, Hes. O. 531.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui habite dans les bois.
Étymologie: ὕλη, κοίτη.

Russian (Dvoretsky)

ὑληκοίτης: ου (ῡ) ὁ обитатель леса Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ὑληκοίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν λόχμαις κοιταζόμενος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κατοικεί στο δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ἀνεμο-κοίτης].

Greek Monotonic

ὑληκοίτης: -ου, ὁ, αυτός που στεγάζεται στα δάση, στις λόχμες, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ὑλη-κοίτης, ου, ὁ,
one who lodges in the wood, Hes.