δελεάρπαξ: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δελεάρπαξ -αγος [δέλεαρ, ἅρπαξ] die het aas wegrukt.
|elnltext=δελεάρπαξ -αγος [δέλεαρ, ἅρπαξ] [[die het aas wegrukt]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:46, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελεάρπαξ Medium diacritics: δελεάρπαξ Low diacritics: δελεάρπαξ Capitals: ΔΕΛΕΑΡΠΑΞ
Transliteration A: deleárpax Transliteration B: delearpax Transliteration C: delearpaks Beta Code: delea/rpac

English (LSJ)

αγος, ὁ, ἡ, snapping at the bait, πέρκη AP7.504.3 (Leon.).

Spanish (DGE)

-αγος que se engancha al cebo πέρκη AP 7.504 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 544] αγος, den Köder wegschnappend, Leon. Tar. 98 (VII, 504).

French (Bailly abrégé)

αγος (ὁ, ἡ)
qui saisit avidement l'appât.
Étymologie: δέλεαρ, ἁρπάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δελεάρπαξ -αγος [δέλεαρ, ἅρπαξ] die het aas wegrukt.

Russian (Dvoretsky)

δελεάρπαξ: ᾰγος adj. хватающий приманку (πέρκη Anth.).

Greek Monolingual

δελεάρπαξ (-άγος), ο, η (Α) (για ψάρι) αυτός που αρπάζει το δόλωμα από το αγκίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλεαρ + άρπαξ (-γος)].

Greek Monotonic

δελεάρπαξ: ὁ, ἡ, αυτός που αρπάζει το δόλωμα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

δελεάρπαξ: ὁ, ἡ, ὁ τὸ δέλεαρ μεθ’ ὁρμῆς ἁρπάζων, πέρκης Ἀνθ. Π. 7. 504.

Middle Liddell

snapping at the bait, Anth.