κακοθυμία: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] kwaadwilligheid.
|elnltext=κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] [[kwaadwilligheid]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:48, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθῡμία Medium diacritics: κακοθυμία Low diacritics: κακοθυμία Capitals: ΚΑΚΟΘΥΜΙΑ
Transliteration A: kakothymía Transliteration B: kakothymia Transliteration C: kakothymia Beta Code: kakoqumi/a

English (LSJ)

ἡ, malevolence, πρὸς ἀλλήλους Plu.Lyc.4.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
malveillance, inimitié.
Étymologie: κακός, θυμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] kwaadwilligheid.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοθῡμία: ἡ тж. pl. недоброжелательность, неприязнь (πρὸς ἀλλήλους Plut.).

Greek Monolingual

η (Α κακοθυμία) κακόθυμος
κακή διάθεση, εχθρική διάθεση, αποστροφή
νεοελλ.
ανώμαλη κατάσταση του θυμικού, δυσθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά.

Greek Monotonic

κᾰκοθῡμία: ἡ (θυμός), εχθρική διάθεση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθῡμία: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης τότε πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.

Middle Liddell

κᾰκο-θῡμία, ἡ, θυμός
malevolence, Plut.