καταστένω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταστένω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[стонать]], [[рыдать]] ([[ὑπέρ]] τινος Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[оплакивать]] (τινὰ ὁρμώμενον εἰς Ἃιδην Soph.; τὸν θανόντα πατέρα Eur.).
|elrutext='''καταστένω:'''<br /><b class="num">1</b> [[стонать]], [[рыдать]] ([[ὑπέρ]] τινος Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[оплакивать]] (τινὰ ὁρμώμενον εἰς Ἃιδην Soph.; τὸν θανόντα πατέρα Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:30, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστένω Medium diacritics: καταστένω Low diacritics: καταστένω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΝΩ
Transliteration A: katasténō Transliteration B: katastenō Transliteration C: katasteno Beta Code: kataste/nw

English (LSJ)

sigh over, lament, c. acc., S.OC1440, E.Tr.317 (lyr.), HF1141; κατὰ σὲ δακρύοις στένω ib.1045 (lyr.); ὑπέρ τινος Id.IA470; ὧν κατέστενες κακῶν (gen. by attraction) S.El.874.

German (Pape)

[Seite 1381] beseufzen; τινά, Soph. O. C. 1442; τὸν θανόντα πατέρα Eur. Troad. 318; τινός, Soph. El. 862; Eur. Androm. 444; ὑπέρ τινος, über Etwas seufzen, klagen, I. A. 470.

French (Bailly abrégé)

gémir, pleurer : τινα, ὑπέρ τινος sur qqn.
Étymologie: κατά, στένω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στένω bewenen, huilen: κατὰ σὲ δακρύοις στένω ik beween u met mijn tranen Eur. HF 1045 (tmesis); met ὑπέρ + gen.: ὑπὲρ τυράννων συμφορᾶς κ. om het ongeluk van de heersers wenen Eur. IA 470.

Russian (Dvoretsky)

καταστένω:
1 стонать, рыдать (ὑπέρ τινος Eur.);
2 оплакивать (τινὰ ὁρμώμενον εἰς Ἃιδην Soph.; τὸν θανόντα πατέρα Eur.).

Greek Monolingual

καταστένω (Α)
στενάζω για κάποιον ή για κάτι, θρηνώ, κλαίω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στένω (< στένω «στενάζω»), πρβλ. μεταστένω, περιστένω.

Greek Monotonic

καταστένω: στενάζω πολύ, κλαίω ή θρηνώ, τινά, σε Σοφ., Ευρ.· ὑπέρ τινος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταστένω: λίαν στενάζω, κλαίω, θρηνῶ τινα, μετ’ αἰτ., Σοφ. Ο. Κ. 1440· τὸν θανόντα πατέρα Εὐρ. Τρῳ. 317, Ἡρ. Μαιν. 1141·― ἐν Σοφ. Ἠλ. 874, ἡ γεν., ὧν πάροιθεν εἶχες καὶ κατέστενες κακῶν, κεῖται καθ’ ἕλξιν πρὸς τὴν πτῶσιν τοῦ ἡγουμένου· ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 443, τί δῆτά σ’ οὐ (ἀντὶ σου) καταστένω; ἤδη διωρθώθη ἐξ Ἀντιγράφων· ὑπέρ τινος, χάριν τινός, ὑπὲρ τυράννων συμφορᾶς κ. Εὐρ. Ι. Α. 470.

Middle Liddell


to sigh over or lament, τινά Soph., Eur.; ὑπέρ τινος Eur.