περιστένω

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστένω Medium diacritics: περιστένω Low diacritics: περιστένω Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΝΩ
Transliteration A: peristénō Transliteration B: peristenō Transliteration C: peristeno Beta Code: periste/nw

English (LSJ)

(A), Ep. περιστείνω, (στενός) make narrow, compress, contract, περιστένεται δέ τε γαστήρ, of wolves, Il.16.163; νεκύεσσι περιστείνοντο ῥέεθρα Q.S.3.23, cf. 14.607, Opp.H.4.458.

(B), moan about or moan over: generally, sound round about, κορυφὴν π. οὔρεος ἠχώ h.Pan.21: abs., Dionys.Iamb. ap. Clem.Al. Strom.5.8.47:—Med., περιστένεται δέ οἱ ὕδωρ Opp.H.5.209.

German (Pape)

[Seite 594] umseufzen, umtönen, c. acc., H. h. 18, 21; beseufzen, Luc. Dem. enc. 9. – Aber γαστὴρ περιστένεται, Il. 16, 163, hängt mit στενός zusammen, der Magen wird zu eng, strotzt von Überfüllung.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 comprimer ; Pass. être comprimé, être serré tout autour, càd être gorgé de nourriture;
2 déplorer.
Étymologie: περί, στένω.

Russian (Dvoretsky)

περιστένω:
I στένω
1 оглашать (κορυφὴν οὔρεος HH);
2 сопровождать вздохами (τι Luc.).
II στενός (только praes.) делать тесным, pass. набиваться, раздуваться, разбухать (περιστένεται γαστήρ, sc. τοῦ λύκου Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

περιστένω: ποιῶ τι στενοχωρῶ πανταχόθεν, περιστένεται δέ τε γαστήρ, «περιστενοχωρεῖται» Ἀρίσταρχ. ἐν Ἀπολλωνίου Λεξ. ἐν λέξ. στείνοντο σ. 614· ἐπὶ λύκων (πρβλ. κοιλογάστωρ), Ἰλ. Π. 163· νεκύεσσι περιστείνοντο ῥέεθρα Κόϊντ. Σμ. 3. 23, πρβλ. 14. 607. ΙΙ. στενάζω πέριξ ἢ ἐπί τινος, περιηχῶ, μετ’ αἰτ., Ὕμν. Ὁμ. 18. 21· ἀπολ., Διονύσ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 674. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιστένειν· ἔκθυμον εἶναι»· ἐν Ἀν. Βεκκ. σ. 297, 1, «περιστένεται: θυμούμενος (στενούμενος Βεκκ.) περιττῶς καὶ πέραν τοῦ δέοντος, θυμοῦται καὶ ὀργίζεται».

English (Autenrieth)

(στενός): make narrow or close all round, only pass., ‘be stuffed full,’ Il. 16.163†.

Greek Monolingual

και επικ. τ. περιστείνω και περιστένομαι και περιστείνομαι Α
1. στενάζω για κάτι γύρω γύρω ή αντηχώ, αντιλαλώ ολόγυρα («περιστένει οὔρεος ἠχώ», Ύμν. Πάν.)
2. στενοχωρώ («περιστένεται δὲ τε γαστήρ» — στενοχωρείται, βαραίνει το στομάχι [από την υπερβολική τροφή], Ομ. Ιλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «περισταίνειν
ἔκθυμον εἶναι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στένω / ιων. στείνω «στενεύω» (< στενός)].

Greek Monotonic

περιστένω:I. κάνω κάτι στενό, συμπιέζω, στενεύω — Παθ., περιστένεται δέ τε γαστήρ, λέγεται για τους λύκους, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. ηχώ παντού ολόγυρα, με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν.
2. στενάζω, σε Λουκ.

Middle Liddell

I. to make narrow, compress: Pass., περιστένεται δέ τε γαστήρ, of wolves, Il.
II. to sound round about, c. acc., Hhymn.
2. to bemoan, Luc.