παρακέλευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> encouragement, exhortation;<br /><b>2</b> précepte, maxime.<br />'''Étymologie:''' [[παρακελεύω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[encouragement]], [[exhortation]];<br /><b>2</b> précepte, maxime.<br />'''Étymologie:''' [[παρακελεύω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:14, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακέλευμα Medium diacritics: παρακέλευμα Low diacritics: παρακέλευμα Capitals: ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΜΑ
Transliteration A: parakéleuma Transliteration B: parakeleuma Transliteration C: parakelevma Beta Code: parake/leuma

English (LSJ)

or παρα-κέλευσμα, ατος, τό, A exhortation, cheering address, E.Supp.1155 (lyr.); τὸ δεινὸν π. Id.IT320; ἐξ ἑνὸς or ἀφ' ἑνὸς π., D.S.15.32, D.H.6.47. 2 precept, maxim, τὸ τοῦ Φωκυλίδου π. Pl. R.407b, cf. Lg.688a, al.

German (Pape)

[Seite 482] τό, = παρακέλευσμα, steht bei Bekker Plat. Rep. III, 407 b Legg. III, 188 a u. öfter, wie D. Hal. 6, 9 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 encouragement, exhortation;
2 précepte, maxime.
Étymologie: παρακελεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακέλευμα -ατος, τό [παρακελεύω] voorschrift, stelregel.

Russian (Dvoretsky)

παρακέλευμα: ατος τό требование Plat.

Greek Monolingual

και παρακέλευσμα, το, Α παρακελεύομαι
1. προτρεπτικός λόγος, παρακινητική φωνή, παρόρμηση
2. απόφθεγμα, αξίωμα, παράγγελμα («τὸ δὲ Φωκυλίδου παρακέλευμα οὐδὲν ἐμποδίζει», Πλάτ.).

Greek Monotonic

παρακέλευμα: ή -ευσμα, -ατος, τό,
1. προτροπή, παραίνεση, ενθάρρυνση, παρότρυνση, σε Ευρ.
2. ηθική παραίνεση, απόφθεγμα, νουθεσία, ρητό, γνωμικό, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

παρακέλευμα: ἢ -κέλευσμα, τό, παρακίνησις, παρόρμησις, παραθαρρυντικὴ ὁμιλία, Εὐρ. Ἱκέτ. 1156· τὸ δεινὸν π. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 320· ἀφ’ ἑνὸς ἢ ἐξ’ ἑνὸς π. Διόδ. 15. 32, Διον. Ἁλ. 6. 47. 2) παράγγελμα, ἀπόφθεγμα, Πλάτ. Πολ. 407Β, Νόμ. 688Α, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

παρακέλευμα, ορ -ευσμα, ατος, τό,
1. an exhortation, cheering address, Eur.
2. a precept, maxim, Plat.