ψευδομάρτυς: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=υρος (ὁ) :<br />celui qui repose sur un faux témoignage.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[μάρτυς]].
|btext=υρος (ὁ) :<br />celui qui repose sur un faux témoignage.<br />'''Étymologie:''' [[ψευδής]], [[μάρτυς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψευδομάρτυς''': -ῠρος, ὁ, [[ψευδὴς]] [[μάρτυς]], Πλάτ. Γοργ. 472Β· - ὡς ἐπίθ., αἱ ἀπὸ θεάτρων .. ψευδώνυμοι τιμαὶ καὶ ψευδομάρτυρες, τιμαὶ στηριζόμεναι ἐπὶ ψεύδους, Πλούτ. 2. 821F· μόνον εὕρηται ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. ς΄, 152.
|elnltext=ψευδομάρτυς -υρος, ὁ [ψευδής, μάρτυς] valse getuige.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''ψευδομάρτυς:''' -ῠρος, ὁ, [[ψευδής]] [[μάρτυρας]], [[ψεύδορκος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ψευδομάρτυς:''' -ῠρος, ὁ, [[ψευδής]] [[μάρτυρας]], [[ψεύδορκος]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=ψευδομάρτυς -υρος, ὁ [ψευδής, μάρτυς] valse getuige.
|lstext='''ψευδομάρτυς''': -ῠρος, ὁ, [[ψευδὴς]] [[μάρτυς]], Πλάτ. Γοργ. 472Β· - ὡς ἐπίθ., αἱ ἀπὸ θεάτρων .. ψευδώνυμοι τιμαὶ καὶ ψευδομάρτυρες, τιμαὶ στηριζόμεναι ἐπὶ ψεύδους, Πλούτ. 2. 821F· μόνον εὕρηται ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. ς΄, 152.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:04, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδομάρτυς Medium diacritics: ψευδομάρτυς Low diacritics: ψευδομάρτυς Capitals: ΨΕΥΔΟΜΑΡΤΥΣ
Transliteration A: pseudomártys Transliteration B: pseudomartys Transliteration C: psevdomartys Beta Code: yeudoma/rtus

English (LSJ)

ῠρος, ὁ, false witness, pl. in Gorg.Pal.23, Pl.Grg. 472b, Critias 61: sg., IG5(2).357.4 (Stymphalus, iii B.C.): ψευδομάρτυρες τοῦ θεοῦ false witnesses about God, 1 Ep.Cor.15.15; as adjective, τὰν δίκαν τὰν ψευδομάρτυρα the action for false witness, IGl.c. l. 8; ψ. τιμαί honours attesting no real merit, Plu.2.821f.

German (Pape)

[Seite 1394] υρος, ὁ, = ψευδομάρτυρ.

French (Bailly abrégé)

υρος (ὁ) :
celui qui repose sur un faux témoignage.
Étymologie: ψευδής, μάρτυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδομάρτυς -υρος, ὁ [ψευδής, μάρτυς] valse getuige.

Greek Monolingual

-υρος, ο, η, ΝΜΑ, και ψευδομάρτυρας και ψευτομάρτυρας, ο, Ν
μάρτυρας που συνειδητά δίνει ψευδή κατάθεση, που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «είναι γνωστός ψευδομάρτυρας» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ εὗρον, ΚΔ
γ. «ψευδομάρτυρες πολλοὺς κατ' ἐμοῦ παρασχόμενος ἐπιχειρεῑς ἐκβάλλειν με ἐκ τῆς οὐσίας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + μάρτυς, -υρος].

Greek Monotonic

ψευδομάρτυς: -ῠρος, ὁ, ψευδής μάρτυρας, ψεύδορκος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδομάρτυς: -ῠρος, ὁ, ψευδὴς μάρτυς, Πλάτ. Γοργ. 472Β· - ὡς ἐπίθ., αἱ ἀπὸ θεάτρων .. ψευδώνυμοι τιμαὶ καὶ ψευδομάρτυρες, τιμαὶ στηριζόμεναι ἐπὶ ψεύδους, Πλούτ. 2. 821F· μόνον εὕρηται ἐν τῷ πληθ., Πολυδ. ς΄, 152.

Middle Liddell

ψευδο-μάρτυς, ῠρος, ὁ,
a false witness, Plat.

Translations

Ancient Greek: ψευδομάρτυς; Bulgarian: лъжесвидетел; Czech: křivopřísežník; Finnish: valapatto; French: faux témoin, parjure; German: Meineidige; Irish: ainteastach; Italian: spergiuro, spergiura; Maori: kaioati teka; Norwegian: løftebryter; Old English: mānswara; Russian: лжесвидетель, клятвопреступник; Spanish: perjurador, perjuradora; Swedish: menedare