κεραίω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=keraio
|Transliteration C=keraio
|Beta Code=kerai/w
|Beta Code=kerai/w
|Definition=Ep. for [[κεράω]], radic. form of <b class="b3">κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε</b> [[mix]] the wine stronger, <span class="bibl">Il.9.203</span>; ἀμβροσίην ἐκέραιον <span class="bibl">Q.S.4.139</span>:— Pass., ᾧ κα κεραίηται <span class="title">Schwyzer</span> 321.3 (Delph., v B.C.); part. κεραιόμενος <span class="bibl">Emp.35.8</span>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>178</span>,<span class="bibl">511</span>.
|Definition=Ep. for [[κεράω]], radic. form of <b class="b3">κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε</b> [[mix]] the wine stronger, Il.9.203; ἀμβροσίην ἐκέραιον Q.S.4.139:—Pass., ᾧ κα κεραίηται ''Schwyzer'' 321.3 (Delph., v B.C.); part. κεραιόμενος Emp.35.8, Nic.''Al.''178,511.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κεραίω [~ κεράννυμι] imperat. κέραιε, ptc. med.-pass. κεραιόμενος, mengen.
|elnltext=κεραίω [~ κεράννυμι] imperat. κέραιε, ptc. med.-pass. κεραιόμενος, mengen.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραίω Medium diacritics: κεραίω Low diacritics: κεραίω Capitals: ΚΕΡΑΙΩ
Transliteration A: keraíō Transliteration B: keraiō Transliteration C: keraio Beta Code: kerai/w

English (LSJ)

Ep. for κεράω, radic. form of κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε mix the wine stronger, Il.9.203; ἀμβροσίην ἐκέραιον Q.S.4.139:—Pass., ᾧ κα κεραίηται Schwyzer 321.3 (Delph., v B.C.); part. κεραιόμενος Emp.35.8, Nic.Al.178,511.

German (Pape)

[Seite 1419] = κεράννυμι, mischen; ζωρότερον κέραιε, mische, Il. 9, 203; so von Arist. poet. 25 citirt; v.l. κεραίνω u. κεραίρω; sonst nur noch κεραιόμενον Nic. Al. 178. 511.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. κέραιον;
c. κεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραίω [~ κεράννυμι] imperat. κέραιε, ptc. med.-pass. κεραιόμενος, mengen.

Russian (Dvoretsky)

κεραίω: Hom. = κεράννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κεραίω: Ἐπ. ἀντὶ κεράω, ῥιζικὸς τύπος τοῦ κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε, μίγνυε τὸν οἶνον μὲ ὀλιγώτερον ὕδωρ (μᾶλλον ἄκρατον), Ἰλ. Ι. 203· ― Παθ., κεραιόμενος Νικ. Ἀλ. 178. 511.

English (Autenrieth)

(cf. also κιρνάω and κίρνημι), aor. κέρασσε, part. fein. κεράσᾶσα, mid. pres. subj. κέρωνται, imp. κεράασθε, κερᾶσθε, ipf. κερόων- το, κερῶντο, aor. κεράσσατο, pass. perf. κεκράανται, plup. -αντο: mix, prepare by mixing, mid., for oneself, have mixed; especially of tempering wine with water, also of preparing water for a bath, Od. 10.362; of alloy, or similar work in metal, χρῦσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται, ‘platedwith gold, Od. 4.132.;;: see κεράννῦμι.

Greek Monolingual

κεραίω (Α)
αναμιγνύω («ζωρότερον δὲ κέραιε» — ανακάτεψε το κρασί με λιγότερο νερό, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος επικ. τ. του κεράννυμι κατά τα ρ. σε αίω].

Greek Monotonic

κεραίω: Επικ. αντί κεράω, ζωρότερον κέραιε, ανάμειξε το κρασί με λιγότερο νερό, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κεραίω, [epic for κεράω
ζωρότερον κέραιε, mix the wine stronger, Il.