προσηλόω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
(CSV import)
Line 39: Line 39:
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':proshlÒw 普羅士-誒羅哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向-釘<br />'''字義溯源''':釘牢於,以木釘釘牢,釘於⋯上,釘上;由([[πρός]])=向著)與([[ἧλος]])*=飾釘)組成;而 ([[πρός]])出自([[πρό]])*=前)<br />'''出現次數''':總共(1);西(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 釘於⋯上(1) 西2:14
|sngr='''原文音譯''':proshlÒw 普羅士-誒羅哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向-釘<br />'''字義溯源''':釘牢於,以木釘釘牢,釘於⋯上,釘上;由([[πρός]])=向著)與([[ἧλος]])*=飾釘)組成;而 ([[πρός]])出自([[πρό]])*=前)<br />'''出現次數''':總共(1);西(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 釘於⋯上(1) 西2:14
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=καρφώνω). Ἀπό τό πρός + [[ἡλόω]] -ῶ πού παράγεται ἀπό τό [[ἧλος]] (=καρφί).<br><b>Παράγωγα:</b> [[προσήλωσις]] (=σταύρωση, ἀφοσίωση). (Τό [[ρῆμα]] δέ βρίσκεται ἁπλό [[ἀλλά]] μόνο [[σύνθετο]]: καθηλῶ καί προσηλῶ).
}}
}}

Revision as of 15:49, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηλόω Medium diacritics: προσηλόω Low diacritics: προσηλόω Capitals: ΠΡΟΣΗΛΟΩ
Transliteration A: prosēlóō Transliteration B: prosēloō Transliteration C: prosiloo Beta Code: proshlo/w

English (LSJ)

A nail, rivet, fix to, [Ἰξίονα] τῷ τροχῷ E.ap.Plu.2.19e; σταυρῷ τινα J.BJ2.14.9, cf. Luc.Prom.2; ἐν δέλτῳ γεγραμμένα π. IG 12(2).35b19 (Mytilene): metaph., ψυχὴν πρὸς τὸ σῶμα Pl.Phd.83d, cf. Iamb.Myst.2.6: c. acc. pers., crucify, Plu.2.206a:—Pass., to be fastened by nails, IG22.1640.7, 14.759; of persons, = προσπασσαλεύω, D.21.105; τοῖς ζυγοῖς τῶν πλοίων προσηλωμένοι τοὺς τραχήλους LXX 3 Ma.4.9: metaph., Herod.Med. ap. Orib.Fr.106; of the soul, π. φθαρτικαῖς ὕλαις Ph.1.237; προσηλωθέντα, εἰ χρὴ φάναι, τῷ θεῷ Porph. Abst.1.57.
II nail up, τὰ παρασκήνια D.21.17:—Pass., τὸ ἐργαστήριον σανιδίοις προσηλοῦσθαι to be boarded up, SIG799.26 (Cyzicus, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 764] annageln, übertr., woran befestigen, τὶ πρός τι, Plat. Phaed. 83 d; Καυκάσῳ προσηλωμένος, Luc. D. D. 1, 1 Prom. 2; – vernageln, Dem. 21, 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 fixer avec des clous, clouer : τί τινι clouer une ch. à une autre ; particul. crucifier;
2 fig. clouer à, attacher à, avec πρός et l'acc..
Étymologie: πρός, ἡλόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ηλόω vastnagelen:; χρύσεα ἐν τῷ νηῷ π. gouden plaatjes vastnagelen in de tempel Luc. 44.60; overdr..; ἑκάστη ἡδονὴ καὶ λύπη... προσηλοῖ αὐτὴν πρὸς τὸ σῶμα elke vreugde of verdriet nagelt de ziel vast aan het lichaam Plat. Phaed. 83d; dichtspijkeren:. π. τὰ παρασκήνια de zij-ingangen dichtspijkeren Dem. 21.17.

Russian (Dvoretsky)

προσηλόω:
1) пригвождать, приколачивать (τι πρός τι Plat. и τί τινι Luc.);
2) сколачивать, сбивать (τὰ παρασκήνια Dem.);
3) распинать (τινας σταυροῖς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσηλόω: καρφώνω τι εἴς τι, στερεώνω, τί τινι, τι πρός τι Πλάτ. Φαίδων 83D, Λουκ. Προμ. 2. ΙΙ. καρφώνω τι, τὰ παρασκήνια φράττων, προσηλῶν, καθηλῶν, καρφώνων, Δημ. 520. 19· ― Παθ., καρφώνομαι δι’ ἥλων, Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 8., 5788. 21· ἐπὶ προσώπων, καρφώνομαι εἰς σανίδα, (πρβλ. προσπασσαλεύω), καὶ μονονοὺ προσηλῶσθαι Δημ. 449, 1· καὶ ἐν τοῖς Ρωμαϊκοῖς χρόνοις, σταυρώνομαι, καρφώνομαι ἐπὶ σταυροῦ, Φίλων 1. 237, 687, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 8. 8. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσήλωσαν· προσέπηξαν· ἐσταύρωσαν», καὶ «προσήλωται· ἀνεσταύρωται».

English (Strong)

from πρός and a derivative of ἧλος; to peg to, i.e. spike fast: nail to.

English (Thayer)

προσήλω: 1st aorist participle προσηλώσας; to fasten with nails to, nail to (cf. πρός, IV:4): τί τῷ σταυρῷ, Plato, Demosthenes, Polybius, Diodorus, Philo, Josephus, Plutarch, Lucian, others.)

Greek Monotonic

προσηλόω: μέλ. -ώσω,
I. καρφώνω, καρφιτσώνω, τί τινι, τι πρός τι, σε Πλάτ.
II. στερεώνω κάτι σφιχτά, τὰ παρασκήνια, σε Δημ. — Παθ., καρφώνομαι, στερεώνομαι με καρφιά, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ώσω
I. to nail, pin, or fix to, τί τινι, τι πρός τι Plat.
II. to nail up, τὰ παρασκήνια Dem.:—Pass. to be nailed to a plank, Dem.

Chinese

原文音譯:proshlÒw 普羅士-誒羅哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向-釘
字義溯源:釘牢於,以木釘釘牢,釘於⋯上,釘上;由(πρός)=向著)與(ἧλος)*=飾釘)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 釘於⋯上(1) 西2:14

Mantoulidis Etymological

(=καρφώνω). Ἀπό τό πρός + ἡλόω -ῶ πού παράγεται ἀπό τό ἧλος (=καρφί).
Παράγωγα: προσήλωσις (=σταύρωση, ἀφοσίωση). (Τό ρῆμα δέ βρίσκεται ἁπλό ἀλλά μόνο σύνθετο: καθηλῶ καί προσηλῶ).