συμπεριπλοκή: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συμπεριπλοκή -ῆς, ἡ [σύν, περιπλέκω] het in elkaar vlechten.
|elnltext=συμπεριπλοκή -ῆς, ἡ [σύν, περιπλέκω] [[het in elkaar vlechten]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:53, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριπλοκή Medium diacritics: συμπεριπλοκή Low diacritics: συμπεριπλοκή Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΠΛΟΚΗ
Transliteration A: symperiplokḗ Transliteration B: symperiplokē Transliteration C: symperiploki Beta Code: sumperiplokh/

English (LSJ)

ἡ, inter-connection, τῶν πραγμάτων Luc.Hist. Conscr.55.

German (Pape)

[Seite 986] ἡ, das Mitumfassen; Luc. amor. 53; τῶν πραγμάτων, hist. conscr. 55.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
entrelacement, enchaînement.
Étymologie: συμπεριπλέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπεριπλοκή -ῆς, ἡ [σύν, περιπλέκω] het in elkaar vlechten.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριπλοκή:тесное переплетение, связывание (τῶν πραγμάτων Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριπλοκή: ἡ, ἡ ἀμοιβαία περιπλοκή, ἡ μετ’ ἀλλήλων πλοκή, τῶν πραγμάτων Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 55.

Greek Monolingual

ἡ, Α συμπεριπλέκομαι
η μεταξύ διαφόρων πραγμάτων πλοκή, σύνθεση («τὸ σαφὲς ἐπανθείτω τῇ τε λέξει... μεμηχανευμένον καὶ τῇ συμπεριπλοκῇ τῶν πραγμάτων», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

συμπεριπλοκή: ἡ (περιπλέκω), περιπλοκή πολλών μαζί, ανακάτωμα, μπέρδεμα, σε Λουκ.

Middle Liddell

συμ-περιπλοκή, ἡ, περιπλέκω
inter-connection, Luc.