περίπλεος: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περίπλεος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''περίπλεος:'''<br /><b class="num">1</b> [[наполненный]], [[переполненный]] (τινος Arst., τινι Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[имеющийся в изобилии]] (ξύλα Xen.);<br /><b class="num">3</b> [[полный]], [[крупный]] (κνῆμαι, νεφροί Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:22, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, v. περίπλεως.
German (Pape)
[Seite 588] sehr voll, ganz voll; Xen. Cyr. 6, 2, 33; μυκηθμοῖο, Arat. Dios. 386. S. περίπλεως.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
surabondant, qui est de reste ou de trop.
Étymologie: περί, πλέος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίπλεος -ον zie περίπλεως.
Russian (Dvoretsky)
περίπλεος:
1 наполненный, переполненный (τινος Arst., τινι Anth.);
2 имеющийся в изобилии (ξύλα Xen.);
3 полный, крупный (κνῆμαι, νεφροί Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
περίπλεος: -ον, ἴδε ἐν λ. περίπλεως.
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. περίπλειος, -ον και περίπλεως, -ων, Α
1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.)
2. υπεράριθμος, περιττός
3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.)
4. αυτός που περιβάλλεται τελείως από κάποιον ή από κάτι («ἡ δὲ [ψυχὴ] σώματι πεφυρμένη και περίπλεως σώματος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κατά-πλεος /-ως, ἔμ-πλεος / -ως)].