δοξαστός: Difference between revisions
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=doksastos | |Transliteration C=doksastos | ||
|Beta Code=docasto/s | |Beta Code=docasto/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[matter of opinion]], [[conjectural]], opp. [[νοητός]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>534a</span>, Plu.2.1114c; opp. [[γνωστός]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>478b</span>, etc.; opp. [[ἐπιστητός]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">APo.</span> 88b30</span>; opp. ὁρατός, δ. θεός Plu.2.756d; συλλαβὰς… ἀληθεῖ δόξῃ δοξαστάς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>202b</span>; <b class="b3">τροφὴ δοξαστή</b> food [[of opinion]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>248b</span>. Adv. -τῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>2.53</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[glorified]], <span class="bibl">LXX <span class="title">De.</span>26.19</span>; [[held in honour]], prob. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Decent.</span>18</span>.</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[matter of opinion]], [[conjectural]], opp. [[νοητός]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>534a</span>, Plu.2.1114c; opp. [[γνωστός]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>478b</span>, etc.; opp. [[ἐπιστητός]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">APo.</span> 88b30</span>; opp. ὁρατός, δ. θεός Plu.2.756d; συλλαβὰς… ἀληθεῖ δόξῃ δοξαστάς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>202b</span>; <b class="b3">τροφὴ δοξαστή</b> food [[of opinion]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Phdr.</span>248b</span>. Adv. -τῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>2.53</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[glorified]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">De.</span>26.19</span>; [[held in honour]], prob. in <span class="bibl">Hp.<span class="title">Decent.</span>18</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 08:15, 15 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A matter of opinion, conjectural, opp. νοητός, Pl.R.534a, Plu.2.1114c; opp. γνωστός, Pl.R.478b, etc.; opp. ἐπιστητός, Arist.APo. 88b30; opp. ὁρατός, δ. θεός Plu.2.756d; συλλαβὰς… ἀληθεῖ δόξῃ δοξαστάς Pl.Tht.202b; τροφὴ δοξαστή food of opinion, Id.Phdr.248b. Adv. -τῶς S.E.M.2.53. II glorified, LXX De.26.19; held in honour, prob. in Hp.Decent.18.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1basado en la opinión y no en la realidad τῆς τοῦ ὄντος θέας ἀπέρχονται, καὶ ... τροφῇ δοξαστῇ χρῶνται Pl.Phdr.248b, διαίρεσις διχῇ ἑκατέρου, δοξαστοῦ τε καὶ νοητοῦ Pl.R.534a, δόξῃ δὲ μόνῃ δοξαστόν ref. al cuerpo, Numen.8, δ. ὁ θεός op. ὁρατός Plu.2.756d, τὸ δὲ αἰσθήσει ἀλόγῳ δοξαστὸν γινόμενον Eus.PE 11.9.4
•subst. neutr. τό δ.: τὸ δ. ἀπὸ προτέρου τινὸς ἐναργοῦς ἤρτηται Epicur.[1] 33, op. γνωστόν Pl.R.478a, op. ἐπιστητόν: οἷον εἰ τὸ ὂν ἢ τὸ ἐπιστητὸν τοῦ δοξαστοῦ γένος τεθείη Arist.Top.121a21, cf. APo.88b30, τὰ δοξαστὰ καὶ μικτὰ ... παραμειψάμενοι τῷ λόγῳ Plu.2.382d, αἰσθητὸν μὴ ἀπολιπὼν μηδὲ δ. Plu.2.1114e
•opinable, objeto de conjetura τὰς συλλαβὰς ... ἀληθεῖ δόξῃ δοξαστάς Pl.Tht.202b, λόγος S.E.M.7.111.
2 basado en la apariencia de un tipo de percepción τῶν αἰσθητῶν ... τὰ μὲν ἰδίως ἐστὶν αἰσθητά, ἃ καὶ δοξαστά, τὰ δὲ εἰκαστά Iambl.Comm.Math.8, cf. ib.
II 1respetado, honrado δοξαστοὶ πρὸς γονέων καὶ τέκνων Hp.Decent.18.
2 jud.-crist. glorificado ἐποίησέν σε ὀνομαστὸν καὶ καύχημα καὶ δ. LXX De.26.19, δ. μὲν γὰρ ὁ Χριστὸς διὰ μυρία Cat.2Ep.Cor.4.4, προτείνουσι τὸ μὴ δεῖν αὐτὸ (τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον) δοξαστὸν εἶναι Gr.Nyss.Maced.92.28, δ. εἶ κ(ύρι)ε μαννοδότα PKöln 172.2 (IV/V d.C.).
III adv. -ῶς según la opinión τίνες τῶν λέξεων κατὰ τὴν συνήθειαν κεῖνται καὶ τίνες δ. S.E.M.2.53.
German (Pape)
[Seite 657] vorstellbar, Plat. Rep. V, 578 b u. A. – berühmt, LXX.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
sur qui ou sur quoi l'on se fait une opinion.
Étymologie: δοξάζω.
Russian (Dvoretsky)
δοξαστός:
1) предполагаемый, предположительный (τὸ δοξαστὸν ἄλλο τι ἢ τὸ ὄν Plat.; δ. καὶ ἐλπιστός Arst.);
2) воображаемый (οὐχ ὁρατός, ἀλλὰ δ. Plut.): τροφὴ δοξαστή Plat. (создавшиеся) мнения, представления.
Greek (Liddell-Scott)
δοξαστός: -ή, -όν, ἀντικείμενον δοξασίας, εἰκασίας, κατ’ εἰκασίαν γινωσκόμενος, ἀντίθ. νοητός, Παρμεν. παρὰ Πλουτ. 2. 1114C, Πλάτ. Πολ. 534Α· ἀντίθ. γνωστός, αὐτόθι 478Β, κτλ.· τροφὴ δοξαστή, συνισταμένη εἰς ἰδέας, ὁ αὐτ. Φαίδρ. 248Β· πρβλ. δόξα Ι. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δοξαστός, -ή, -όν)
ένδοξος, δοξασμένος
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από δοξασία (αντίθετα προς τον νοητό)
2. που προέρχεται από εικασία, από υπόθεση (αντίθετα προς τον ορατό).
Greek Monotonic
δοξαστός: -ή, -όν, υποθετικός, φανταστικός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
δοξαστός, ή, όν adj [from δόξα
matter of opinion, conjectural, Plat.