κατασφίγγω: Difference between revisions
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατασφίγγω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σφίγγω]] καλά, [[δυνατά]]<br /><b>2.</b> [[περισφίγγω]], [[περικυκλώνω]]<br /><b>3.</b> [[καταπιέζω]], [[εξαναγκάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σφίγγω]] [[κάτι]] ισχυρά, [[στερεώνω]], [[εφαρμόζω]] [[στενά]] («[[ποδήρης]] [[χιτών]]... κατεσφιγμένος», <b>Ιώσ.</b>). | |mltxt=[[κατασφίγγω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σφίγγω]] καλά, [[δυνατά]]<br /><b>2.</b> [[περισφίγγω]], [[περικυκλώνω]]<br /><b>3.</b> [[καταπιέζω]], [[εξαναγκάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σφίγγω]] [[κάτι]] ισχυρά, [[στερεώνω]], [[εφαρμόζω]] [[στενά]] («[[ποδήρης]] [[χιτών]]... κατεσφιγμένος», <b>Ιώσ.</b>). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>fest [[zusammenschnüren]]</i>, Sp., τὰ ἡρμοσμένα κατασφίγγει καὶ πήγνυσι Plut. <i>Sol. an</i>. 35. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
bind tightly, Plu.2.983d:—Pass., J.AJ3.7.2.
French (Bailly abrégé)
serrer fortement.
Étymologie: κατά, σφίγγω.
Russian (Dvoretsky)
κατασφίγγω: сжимать, скреплять (τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κατασφίγγω: μέλλ. -γξω, σφίγγω στενῶς, τὰ ἠρμοσμένα κατασφίγγει καὶ πήγνυσι Πλούτ. 2. 983D· ποδήρης χιτὼν… χειρῖδας περὶ τοῖς βραχίοσι κατεσφιγμένος, δηλ. κατεσφιγμένας ἔχων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 7, 2.
Greek Monolingual
κατασφίγγω (AM)
μσν.
1. σφίγγω καλά, δυνατά
2. περισφίγγω, περικυκλώνω
3. καταπιέζω, εξαναγκάζω
αρχ.
σφίγγω κάτι ισχυρά, στερεώνω, εφαρμόζω στενά («ποδήρης χιτών... κατεσφιγμένος», Ιώσ.).
German (Pape)
fest zusammenschnüren, Sp., τὰ ἡρμοσμένα κατασφίγγει καὶ πήγνυσι Plut. Sol. an. 35.