νοθεύω: Difference between revisions
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[νοθεύω]]) [[νόθος]]<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]] [[νοθεία]], [[καταστρέφω]] τη [[γνησιότητα]], [[κιβδηλεύω]], [[παραποιώ]] («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) [[αλλοιώνω]] τη [[σύσταση]] προσθέτοντας [[ξένη]] [[ουσία]] για [[εξαπάτηση]]<br />και [[κερδοσκοπία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δελεάζω]], [[πλανεύω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>νοθευμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[μοιχός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με [[βιβλίο]], [[λέξη]], ή στίχο) [[θεωρώ]] νόθο, μη γνήσιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[γυναίκα]]) [[παραπλανώ]], [[παρασύρω]] στην [[ανηθικότητα]]<br /><b>2.</b> (για έγγαμο) [[μοιχεύω]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[απομακρύνω]] [[κάτι]] από τον συνηθισμένο τύπο του, από τη [[μορφή]] που έχει σε φυσιολογική [[κατάσταση]] («[πυρετὸς] [[ὅστις]] ἂν τὸ [[εἶδος]] νοθεύσῃ», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νοθεύει<br /> | |mltxt=(ΑΜ [[νοθεύω]]) [[νόθος]]<br /><b>1.</b> [[ενεργώ]] [[νοθεία]], [[καταστρέφω]] τη [[γνησιότητα]], [[κιβδηλεύω]], [[παραποιώ]] («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) [[αλλοιώνω]] τη [[σύσταση]] προσθέτοντας [[ξένη]] [[ουσία]] για [[εξαπάτηση]]<br />και [[κερδοσκοπία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δελεάζω]], [[πλανεύω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>νοθευμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[μοιχός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(σχετικά με [[βιβλίο]], [[λέξη]], ή στίχο) [[θεωρώ]] νόθο, μη γνήσιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[γυναίκα]]) [[παραπλανώ]], [[παρασύρω]] στην [[ανηθικότητα]]<br /><b>2.</b> (για έγγαμο) [[μοιχεύω]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[απομακρύνω]] [[κάτι]] από τον συνηθισμένο τύπο του, από τη [[μορφή]] που έχει σε φυσιολογική [[κατάσταση]] («[πυρετὸς] [[ὅστις]] ἂν τὸ [[εἶδος]] νοθεύσῃ», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νοθεύει<br />άπαλλοτριεῖ, ἀπατᾱ, κολακεύει». | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:40, 13 October 2022
English (LSJ)
A corrupt, γυναῖκα Zeno Stoic.1.58; συνοικοῦσαν ἄλλῳ J.AJ4.8.23; γάμον τινός Ph.2.48; ἕτερος ἕτερον νοθεύων ὀδυνᾷ LXX Wi.14.24: metaph., ν. τὴν ἐπιστήμην λόγοις κεκαλλωπισμένοις Vett.Val.238.22. 2 adulterate, Max.Tyr.37.4:— Pass., νενοθευμένος τῇ ὕλῃ διὰ τὸ σωματικόν Plu.2.373b; νοθευθῆναι Luc.Deor.Conc.7. II Medic., [πυρετὸς] ὅστις ἂν [τὸ εἶδος] νοθεύσῃ departs from the normal type, Gal.7.339; of persons, ν. τὰ τοῦ μέτρου τῶν γυμνασίων γνωρίσματα Id.6.130, cf. 10.601 (Pass.). III consider spurious, τὸ Ἴλιον αἰπύ ν. Ἀρίσταρχος St.Byz.s.v. Ἴλιον:— Pass., D.L.2.124, Marcellin.Vit. Thuc.43, etc.
French (Bailly abrégé)
abâtardir ; corrompre, altérer.
Étymologie: νόθος.
Russian (Dvoretsky)
νοθεύω: делать ненастоящим, фальсифицировать, портить (νενοθευμένος διά τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νοθεύω: ὡς καὶ νῦν, παραποιῶ, Συνέσ. κλ.· - Παθ. νενοθευμένος Πλούτ. 2. 373Β· νοθευθῆναι Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 7. ΙΙ. θεωρῶ τι νόθον, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. σ. 576a. 38 Brandis· - Παθ., Διογ. Λ. 2. 124, Μαρκελλίνου βίος Θουκυδ. 65, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «νοθεύει· ἀπαλλοτριοῖ. ἀπατᾷ. κολακεύει».
Greek Monolingual
(ΑΜ νοθεύω) νόθος
1. ενεργώ νοθεία, καταστρέφω τη γνησιότητα, κιβδηλεύω, παραποιώ («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) αλλοιώνω τη σύσταση προσθέτοντας ξένη ουσία για εξαπάτηση
και κερδοσκοπία
μσν.
1. δελεάζω, πλανεύω
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νοθευμένος, -η, -ον
μοιχός
μσν.-αρχ.
(σχετικά με βιβλίο, λέξη, ή στίχο) θεωρώ νόθο, μη γνήσιο
αρχ.
1. (σχετικά με γυναίκα) παραπλανώ, παρασύρω στην ανηθικότητα
2. (για έγγαμο) μοιχεύω
3. ιατρ. απομακρύνω κάτι από τον συνηθισμένο τύπο του, από τη μορφή που έχει σε φυσιολογική κατάσταση («[πυρετὸς] ὅστις ἂν τὸ εἶδος νοθεύσῃ», Γαλ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «νοθεύει
άπαλλοτριεῖ, ἀπατᾱ, κολακεύει».
Greek Monotonic
νοθεύω: παραποιώ, νοθεύω· Παθ., απαρ. αορ. αʹ νοθευθῆναι, σε Λουκ.
Middle Liddell
νοθεύω,
to adulterate: Pass., aor1 inf. νοθευθῆναι Luc.