ἀδαμάντινος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀδάμας]]<br />[[adamantine]], Aesch., etc.: —metaph. [[hard]] as [[adamant]], σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Plat.; οὐκ ἀδ. [[ἐντί]], of a [[girl]], Theocr.:—adv. -νως, Plat. | |mdlsjtxt=[[ἀδάμας]]<br />[[adamantine]], Aesch., etc.: —metaph. [[hard]] as [[adamant]], σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Plat.; οὐκ ἀδ. [[ἐντί]], of a [[girl]], Theocr.:—adv. -νως, Plat. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[de acero]] χάρασσε ἀδαμαντίνῳ λίθῳ τοὺς ὑποκειμένου<ς> χαρακτῆρας <b class="b3">graba con piedra de acero los signos que vienen a continuación</b> P XIII 1002 ὁρκίζω αὐτὸ τοὺς ἑπτὰ κύκλους τοῦ οὐρανοῦ ... τὸν τρίτον ἀδαμάντινον <b class="b3">lo conjuro por los siete círculos del cielo, el tercero de acero</b> C 10 17 sent. fig., ref. a δεσμός (en hechizos o como símbolo de control) ἐπεί σε δεσμεύω δεσμοῖς ἀδαμαντίνοις ἀλύτοις <b class="b3">pues te ato con cadenas de acero indisolubles</b> P IV 1246 P IV 3100 SM 45 44 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 15 October 2022
English (LSJ)
η, ον, A adamantine, of steel, Pi.P.4.224, A.Pr.6,64, Aeschin.3.84; ἀ. κερκίδες, of the Μοῖραι, Lyr.Adesp.ap.Stob.1.5.11; αἱμασιή Eus.Mynd.Fr.63. 2 metaph., hard as adamant, οὐδεὶς ἂν γένοιτο . . οὕτως ἀ., ὃς ἂν . . Pl.R.360b; σιδηροῖς καὶ ἀ. λόγοις Id.Grg. 509a; δεσμοί Metrod.Herc.831.12; οὐκ ἀ. ἐστίν, of a girl, Theoc.3.39. Adv. -νως Pl.R.618e.
Spanish (DGE)
(ἀδᾰμάντῐνος) -η, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Philostr.VA 1.17]
I 1en cont. mit. de un metal sobrehumanamente duro gener. traducido como de acero ἄροτρον Pi.P.4.224, σφηνὸς ... γνάθον de la cuña que sujeta a Prometeo, A.Pr.64, κερκίδες de la lanzadera de las Moiras Lyr.Adesp. en Nauck TGF p.XX, de la hoz que castra a Crono, Apollod.1.1.4.
2 fig. acerado, duro como el acero σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Pl.Grg.509a, δόξαι βραχεῖαι καὶ ἀδαμάντινοι Philostr.VA 1.17, χαλκοῖς καὶ ἀδαμαντίνοις τείχεσιν Aeschin.3.84, καταδήσατε αὐτὴν δεσμοῖς ... ἀδαμαντίνοις ἐπὶ ἔρωτι μανικῷ SB 14664.49 (IV d.C.)
•esp. ref. al carácter duro, que no se doblega, que no flaquea ἀδαμάντινος τό τε σῶμα καὶ τὴν ψυχήν Iambl.Protr.20, ἀδαμάντινον βοῦν LXX 4Ma.16.13, de una joven οὐκ ἀ. ἐστίν Theoc.3.39, cf. Luc.Asin.11, ἀνάγκη Aristid.Or.2.154.
3 de plomo, plúmbeo (traducción del hebr. ’anak) ἐπὶ τείχους ἀδαμαντίνου sobre un muro (revestido) de plomo LXX Am.7.7
•cf. prob. ya con el sent. de indestructible αἱ ... προσευχαί ὑμῶν ... ὡς τεῖχος ἀδαμάντινον Paral.Ier.1.2.
II adv. -ως con firmeza, con total decisión ἀ. ... ταύτην τὴν δόξαν ἔχοντα manteniéndose duro como el acero en esta opinión Pl.R.619a.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d'acier, dur et résistant comme l'acier.
Étymologie: ἀδάμας.
Russian (Dvoretsky)
ἀδᾰμάντῐνος: стальной или крепкий (твердый) как сталь (σφήν Aesch.; ἄροτρον Pind.; τείχη Aeschin.; δεσμοί, τυραννίς Plut.; перен. λόγοι Plat.; ούκ ἀδαμαντίνα, sc. παρθένος Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδαμάντῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀδάμαντος, ὁ ἐκ χάλυβος, Πινδ. ΙΙ. 4. 398. Αἰσχύλ. Πρ. 6 καὶ 64, Σοφ. Ἀποσπ. 604, Αἰσχίν. 65. 33. 2) μεταφ., σκληρὸς ὡς ἀδάμας, ἀδαμάντινος, οὐδεὶς ἂν γένοιτο... οὕτως ἀδ. ὅς ἂν... Πλάτ... Πολ. 360Β, σιδηροῖς καὶ ἀδ. λόγοις, ὁ αὐτ. Γοργ. 509Α· οὐκ ἀδ. ἐντί, ἐπὶ κόρης, Θεοκρ. 3. 39. - Ἐπίρρ. -νως, Πλάτ. Πολ. 618Ε.
English (Slater)
ᾰδᾰμάντῐνος of adamant ἀδαμάντινον ἄροτρον σκίμψατο (P. 4.224)
Greek Monotonic
ἀδαμάντῐνος: -η, -ον (ἀδάμας), διαμαντένιος, αδαμάντινος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., σκληρός όπως ο αδάμαντας· σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις, σε Πλάτ.· οὐκ ἀδ. ἐστιν, λέγεται για νεαρό κορίτσι, σε Θεόκρ.· επίρρ. -νως, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀδάμας
adamantine, Aesch., etc.: —metaph. hard as adamant, σιδηροῖς καὶ ἀδαμαντίνοις λόγοις Plat.; οὐκ ἀδ. ἐντί, of a girl, Theocr.:—adv. -νως, Plat.
Léxico de magia
-ον de acero χάρασσε ἀδαμαντίνῳ λίθῳ τοὺς ὑποκειμένου<ς> χαρακτῆρας graba con piedra de acero los signos que vienen a continuación P XIII 1002 ὁρκίζω αὐτὸ τοὺς ἑπτὰ κύκλους τοῦ οὐρανοῦ ... τὸν τρίτον ἀδαμάντινον lo conjuro por los siete círculos del cielo, el tercero de acero C 10 17 sent. fig., ref. a δεσμός (en hechizos o como símbolo de control) ἐπεί σε δεσμεύω δεσμοῖς ἀδαμαντίνοις ἀλύτοις pues te ato con cadenas de acero indisolubles P IV 1246 P IV 3100 SM 45 44