ἀκαμπής: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-ούς), -ές (Α [[ἀκαμπής]])<br />[[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], [[ίσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αλύγιστος]], [[ασυγκίνητος]]<br />«ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (<b>Πλούτ.</b> 959 f)<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[ανυποχώρητος]]<br /><b>3.</b> [[αναπόφευκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]. | |mltxt=(-ούς), -ές (Α [[ἀκαμπής]])<br />[[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], [[ίσιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[αλύγιστος]], [[ασυγκίνητος]]<br />«ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (<b>Πλούτ.</b> 959 f)<br /><b>2.</b> [[σταθερός]], [[ανυποχώρητος]]<br /><b>3.</b> [[αναπόφευκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>καμπὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[unbiegsam]]</i>, Theophr.; Luc. <i>Deor. D</i>. 10.2; [[ἀκαμπίστερος]], Plut. und oft Nonn.; Orph. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:38, 24 November 2022
English (LSJ)
ές, = ἄκαμπτος, Thphr.HP3.10.4, Orph.A.173, etc.: metaph., θυμός ib.999, cf. Ph.1.528, Plu.2.959f.
Spanish (DGE)
-ές
1 que no se dobla, rígido, inflexible, γόνυ Orph.A.173, Nonn.Par.Eu.Io.11.44, φλοιός Thphr.HP 3.10.4, ἔγχος Nonn.D.36.19
•fig. inflexible, firme, resuelto θυμός Orph.A.999, νοῦς Ph.2.258, λογισμός Ph.2.376, βουλαί Fun.Mon.1041.16 (II/III d.C.), μῆνις Nonn.D.22.378, πίστις Nonn.Par.Eu.Io.3.36, ἀ. τίς εἰμι Fronto Ep.21.1.
2 inevitable ὥρης ἐκ ταύτης με σάωσον ἀκαμπέος Nonn.Par.Eu.Io.12.27.
Russian (Dvoretsky)
ἀκαμπής: Luc., Plut. = ἄκαμπτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαμπής: -ές, = ἄκαμπτος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 3. 10, 4, κτλ.
Greek Monolingual
(-ούς), -ές (Α ἀκαμπής)
άκαμπτος, αλύγιστος, ίσιος
αρχ.
1. μτφ. αλύγιστος, ασυγκίνητος
«ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (Πλούτ. 959 f)
2. σταθερός, ανυποχώρητος
3. αναπόφευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -καμπὴς < κάμπτω.
German (Pape)
ές, unbiegsam, Theophr.; Luc. Deor. D. 10.2; ἀκαμπίστερος, Plut. und oft Nonn.; Orph.