ἀρρηνής: Difference between revisions
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ἀρρηνής''': {arrēnḗs}<br />'''Forms''': Theok. 25, 83 ζάκοτόν τε καὶ ἀρρηνές (scil. [[θηρίον]]; vom Hunde);<br />'''Meaning''': nach H. ἄγριον, δυσχερές.<br />'''Derivative''': Davon [[ἀρρηνεῖν]]· λοιδορεῖν. καὶ γυναικὶ πρὸς ἄνδρα διαφέρεσθαι H.<br />'''Etymology''': Expressives Wort unbekannter Herkunft. Ob von ἀρ(ρ)άζω [[bellen]], [[heulen]] (so Prellwitz Glotta 19, 104) mit Bildung nach [[στρηνής]], [[ἀπηνής]]?<br />'''Page''' 1,151 | |ftr='''ἀρρηνής''': {arrēnḗs}<br />'''Forms''': Theok. 25, 83 ζάκοτόν τε καὶ ἀρρηνές (scil. [[θηρίον]]; vom Hunde);<br />'''Meaning''': nach H. ἄγριον, δυσχερές.<br />'''Derivative''': Davon [[ἀρρηνεῖν]]· λοιδορεῖν. καὶ γυναικὶ πρὸς ἄνδρα διαφέρεσθαι H.<br />'''Etymology''': Expressives Wort unbekannter Herkunft. Ob von ἀρ(ρ)άζω [[bellen]], [[heulen]] (so Prellwitz Glotta 19, 104) mit Bildung nach [[στρηνής]], [[ἀπηνής]]?<br />'''Page''' 1,151 | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, (nicht wie ein Lamm) <i>wild, [[beißig]]</i>, von Hunden, Theocr. 25.83. Davon Hesych. [[ἀρρηνέω]], <i>sich [[zanken]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 24 November 2022
English (LSJ)
ἀρρηνές, fierce, savage, of dogs, Theoc.25.83, Hsch.
Spanish (DGE)
-ές
fiero, feroz de perros, Theoc.25.83, cf. Hsch.
• Etimología: Prob. término expresivo, quizá deriv. de ἀρράζω (ἀράζω) ‘ladrar’.
French (Bailly abrégé)
ἀρρηνής, ἀρρηνές :
hargneux, méchant.
Étymologie: ἀ, ῥήν.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρηνής: злобный, свирепый (θήρ Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρηνής: -ές, ἄγριος ἐπὶ κυνῶν, Θεόκρ. 25. 83, «ἀρρηνές· ἄγριον, δυσχερὲς» Ἡσύχ. (ἴσως ἰσοδύναμος τύπος τοῦ ἄρρην: κατὰ τὸν Λοβ. Παθολ. 194, ὀνοματοποιία ἐκ τοῦ κνυζήματος (τοῦ γρυνιάσματος) κυνός, πρβλ. litera canina).
Greek Monolingual
ἀρρηνής, -ές (Α)
(για σκύλους) άγριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προελεύσεως. Συνδέεται πιθ. με το ρ. αράζω (II) ή αρράζω «γαυγίζω, γρυλίζω», ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο -ρρρ-, ο οποίος αποδίδει το γαύγισμα του σκύλου. Ως προς την κατάληξη, η λ. σχηματίστηκε κατά τα απηνής, στρηνής.
Greek Monotonic
ἀρρηνής: -ές, άγριος, σκληρός, σε Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: growling, only Theoc. 25, 83 ζάκοτόν τε καὶ ἀρρηνές (scil. θηρίον; of a dog); = ἄγριον, δυσχερές H.
Derivatives: ἀρρηνεῖν λοιδορεῖν. καὶ <ἐπὶ> γυναικὶ· πρὸς ἄνδρα διαφέρεσθαι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. From ἀρράζω (ἀράζω) bark, howl (Prellwitz Glotta 19, 104) after στρηνής, ἀπηνής?
Middle Liddell
[Deriv. unknown
fierce, savage, Theocr.
Frisk Etymology German
ἀρρηνής: {arrēnḗs}
Forms: Theok. 25, 83 ζάκοτόν τε καὶ ἀρρηνές (scil. θηρίον; vom Hunde);
Meaning: nach H. ἄγριον, δυσχερές.
Derivative: Davon ἀρρηνεῖν· λοιδορεῖν. καὶ γυναικὶ πρὸς ἄνδρα διαφέρεσθαι H.
Etymology: Expressives Wort unbekannter Herkunft. Ob von ἀρ(ρ)άζω bellen, heulen (so Prellwitz Glotta 19, 104) mit Bildung nach στρηνής, ἀπηνής?
Page 1,151
German (Pape)
ές, (nicht wie ein Lamm) wild, beißig, von Hunden, Theocr. 25.83. Davon Hesych. ἀρρηνέω, sich zanken.