ἐπίπεμψις: Difference between revisions
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />envoi vers.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπέμπω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />][[envoi vers]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπέμπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:30, 8 January 2023
English (LSJ)
εως, ἡ, A a sending to a place, διὰ τὴν . . ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐ. Th.2.39, cf. Luc.Phal.1.3. 2. visitation, Epicur.Ep.2. p.44 U. (pl.).
German (Pape)
[Seite 969] ἡ, das Hinschicken, Thuc. 2, 39 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
]envoi vers.
Étymologie: ἐπιπέμπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπεμψις: εως ἡ посылка, отправление Thuc., Luc., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπεμψις: -εως, ἡ, ἡ εἴς τινα τόπον ἀποστολή, διὰ τήν... ἐπὶ πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπ. Θουκ. 2. 39, πρβλ. Λουκ. Φαλ. Πρῶτ. 3, Διογ. Λ. 10. 100.
Greek Monolingual
ἐπίπεμψις, ἡ (Α) επιπέμπω
1. αποστολή σ’ έναν τόπο («δια τήν... ἐπί πολλὰ ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν», Θουκ.)
2. επίσκεψη.
Greek Monotonic
ἐπίπεμψις: -εως, ἡ, αποστολή σε κάποιο τόπο, σε Θουκ.