Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπινήχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπινήχομαι:''' дор. [[ἐπινάχομαι]]<br /><b class="num">1)</b> (по чему-л.) плавать, плыть Batr., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[доноситься]] (παιδὸς ἐπενάχετο [[φωνά]] Theocr.).
|elrutext='''ἐπινήχομαι:''' дор. [[ἐπινάχομαι]]<br /><b class="num">1</b> (по чему-л.) плавать, плыть Batr., Anth.;<br /><b class="num">2</b> [[доноситься]] (παιδὸς ἐπενάχετο [[φωνά]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:20, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινήχομαι Medium diacritics: ἐπινήχομαι Low diacritics: επινήχομαι Capitals: ΕΠΙΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: epinḗchomai Transliteration B: epinēchomai Transliteration C: epinichomai Beta Code: e)pinh/xomai

English (LSJ)

Dor.ἐπινεφελ-νάχ-[ᾱ], A swim upon, πόντῳ Batr.107, cf.Cerc. 17.11; flow over, τοῖς πεδίοις Hdn.8.4.3; παιδὸς ἐπενάχετο φωνά floated on the stream, Theoc.23.61; float, ὑγρὸν -όμενον ταῖς κρήναις Dsc.1.73, cf. Sor.1.115, Alex.Aphr.Pr.1.22; opp. καταδύεσθαι, Gp. 7.8.2; of Noah, Ph.1.455; ἀέρι ib.602: metaph., ib.166, Dam.Pr. 270. 2. swim to or over to, c. acc., Call.Del.21. 3. swim against, attack, ἄλλῳ ἐ. ἄλλος πότμον ἄγων Opp.H.2.46.

German (Pape)

[Seite 965] darauf-, darüber hin schwimmen, πόντῳ Batrach. 106; ἐπενάχετο Theocr. 23, 61; Leon. Al. 15 (IX, 42); auch Hdn. 8, 4, 11; – an Etwas heranschwimmen, νῆσον Callim. Del. 21.

French (Bailly abrégé)

1 nager sur, flotter sur, τινι;
2 en parl. de la voix se faire entendre sur l'eau;
3 nager vers, acc..
Étymologie: ἐπί, νήχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινήχομαι: дор. ἐπινάχομαι
1 (по чему-л.) плавать, плыть Batr., Anth.;
2 доноситься (παιδὸς ἐπενάχετο φωνά Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινήχομαι: μέλλ. -ξομαι, Ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μέσῳ δ’ ἐπενήχετο πόντῳ Βατραχομ. 107· πλημμυρίζω, κατακλύζω, τοῖς πεδίοις Ἡρῳδιαν. 8. 4· παιδὸς δ’ ἐπενάχετο φωνά, ὅ. ἐ. ἀνήρχοντο ἐκ τοῦ κάτω κόσμου, Θεόκρ. 23. 61· ἁπλῶς, ἐπιπολάζω, ἐπιπλέω, Φίλων 1. 14. 2) κολυμβῶ πρὸς ἢ εἰς, μετ’ αἰτ., Σαρδὼ θ’ ἱμερόεσσα, καὶ ἣν ἐπενήξατο Κύπρις Καλλ. εἰς Δῆλ. 21.

Greek Monolingual

ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι)
1. κολυμπώ στην επιφάνεια
2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια
3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῖς»)
αρχ.
1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.)
2. πλημμυρίζω, κατακλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νήχομαι «κολυμπώ», παράλλ. τ. του νέω (III) «κολυμπώ»].

Greek Monotonic

ἐπινήχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., κολυμπώ στην επιφάνεια, σε Βατραχομ.· ἐπενάχετο φωνά, η φωνή ανήλθε από τον Κάτω Κόσμο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

fut. ξομαι
Dep. to swim upon, Batr.; ἐπενάχετο φωνά the voice came up to earth, Theocr.