ἱππάσιμος: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1258.png Seite 1258]] ον, bei Her. auch 3 Endgn, zum Reiten bequem, geeignet, für Reiterei brauchbar; Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1258.png Seite 1258]] ον, bei Her. auch 3 Endgn, zum Reiten bequem, geeignet, für Reiterei brauchbar; Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἄνιππος]], Her. 2, 108; χώρη 9, 13; τὸ ἱππ., für die R. günstiger Boden,.Xen. Hell. 7, 2, 12, πεδία Pol. 10) 49, 5; übtr., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικῶς ἱππάσιμον Plut. Alex. 23, sich von den Schmeichlern leiten, brauchen lassen. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:07, 24 November 2022
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, fit for horses, fit for riding, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, opp. ἄνιππος, Hdt.2.108, cf. 5.63,9.13, X. Cyr.1.4.14, Aen.Tact.6.6, Plb.10.49.5, Onos.31.1, etc.; τὸ ἱππάσιμον, i.e. τὸ πεδινόν, X.HG7.2.12; τὰ ἱ. τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν Aen.Tact.8.4: metaph., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον allowing himself to be ridden by flatterers, Plu.Alex.23.
German (Pape)
[Seite 1258] ον, bei Her. auch 3 Endgn, zum Reiten bequem, geeignet, für Reiterei brauchbar; Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην, Gegensatz ἄνιππος, Her. 2, 108; χώρη 9, 13; τὸ ἱππ., für die R. günstiger Boden,.Xen. Hell. 7, 2, 12, πεδία Pol. 10) 49, 5; übtr., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικῶς ἱππάσιμον Plut. Alex. 23, sich von den Schmeichlern leiten, brauchen lassen.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 où l'on peut aller à cheval ; τὸ ἱππάσιμον XÉN terrain bon pour aller à cheval;
2 qui se laisse monter comme un cheval.
Étymologie: ἱππάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἱππάσῐμος: и 3 (ᾰ)
1) удобный для верховой езды, удобопроходимый для конницы (Αἴγυπτος Her.; χώρα Her., Arst.; πεδία Polyb.; τόποι Plut.);
2) перен. которого легко оседлать, легко управляемый, податливый (τοῖς κόλαξιν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππάσιμος: ᾰ, η, ον, (ἱππάζομαι) κατάλληλος πρὸς ἱππασίαν, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, ἀντίθ. τῷ ἄνιππος γέγονε, Ἡρόδ. 2. 108, πρβλ. 5. 63, 9. 13, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 14· τὸ ἱππάσιμον, δηλ. τὸ πεδινόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 12· - μεταφ., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον, «ἀφήσας τὸν ἑαυτόν του νὰ τὸν καβαλλικεύσουν οἱ κόλακες», Πλουτ. Ἀλεξ. 23.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἱππάσιμος, -ασίμη, -ον) ιππάζομαι
(για τόπο) κατάλληλος για ιππασία («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», Ηρόδ.)
αρχ.
1. μτφ. αυτός που υποκύπτει στη δύναμη ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — αφού άφησε τον εαυτό του να τον κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππάσιμον
το πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν», Αιν.).
Greek Monotonic
ἱππάσιμος: [ᾰ], -η, -ον (ἱππάζομαι), κατάλληλος για άλογα, κατάλληλος για ιππασία, σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ., τοῖς κόλαξιν ἱππάσιμος, «καβαλικευμένος» από κόλακες, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἱππᾰ́σιμος, η, ον ἱππάζομαι
fit for horses, fit for riding, Hdt., Xen.:—metaph., κόλαξιν ἱππάσιμος ridden by flatterers, Plut.